United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν.

Κάνει χρεία εξαναείπεν ο Αμπτούλ να σου δέσω τα μάτια, και να σε φέρω εκεί που είνε ο θησαυρός με το κεφάλι ξέσκεπον, και εγώ με ένα σπαθί εις το χέρι έτοιμος διά να σου κόψω το κεφάλι, ανίσως και ήθελες βιάσει τους νόμους της φιλοξενίας, και ξεσκεπάσης τους οφθαλμούς σου· και τούτο όλον το κάνω, επειδή και δεν ημπορώ να αποφασίσω να αποστείλω ένα μου ξένον συγχισμένον πως δεν τον υπήκουσα.

Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός.

Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν.