United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ρηγινιώ εσκέφθη να διερευνίση πάλιν και να εκμεταλλευθή το μίσος του υιού της κατά του Τερερέ και του Στρατή και, διά να τον συγκινήση υπέρ της Πηγής, του διηγήθη όσα υπέφερεν η δυστυχής κόρη χάριν αυτού. Τωόντι δε οι λόγοι της Σαϊτονικολίνας δεν έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μανώλης έγινε σύννους και εψιθύρισε λόγους απειλητικούς κατά του Τερερέ και του Στρατή.

Όταν δε η ρητορική πρόκειται να πανηγυρίση ή να συγκινήση, δανείζεται τα πτερά της ποιήσεως, διότι δεν είναι αρκετά τα ταπεινά της μέσα.

Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;

Τη στιγμή αυτή μου φάνηκε σα να είχα συλλογιστεί και γω το ίδιο. Όλη μου η κούραση έφυγε μεμιάς κι όλος συγκίνηση έσκυψα και της φίλησα το στόμα. Την ίδια στιγμή καθότανε η Έλσα ανασηκωμένη εκεί.

Μου φαίνεται πως σ' ό,τι είπες υπάρχει κάτι τι σύρριζα ανήθικο. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Όλες οι τέχνες είναι ανήθικες. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Όλες οι τέχνες; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα. Γιατί η συγκίνηση απλώς είναι ο σκοπός της τέχνης κ' η συγκίνηση χάριν της ενεργείας είναι ο σκοπός της ζωής και εκείνου του πρακτικού οργανισμού που τον λέμε κοινωνία.

Κι' ο ένας κι' ο άλλος, προσφέροντας αυτές τις λέξεις, κυτταζόντανε με μια υπέρτατη απορία και μια συγκίνηση, που δεν μπορούσανε να την κρύψουν. — Κι' από πιο μέρος της Γερμανίας είσαστε, τούπε ο Ιησουίτης. — Από τη βρωμοεπαρχία της Βεστφαλίας, είπεν ο Αγαθούλης. Γεννήθηκα στον πύργο του Τούντερ-τεν-τρονκ. — Ουρανέ! είναι δυνατόν, φώναξε ο διοικητής. — Τι θαύμα! φώναξε ο Αγαθούλης.

Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους κόσμους. Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη εστάθηκεν αντίκρυ μου.

Μπαίνει τρέμοντας από τη συγκίνηση, η καρδιά του χτυπά, η φωνή του πιάνεται· θέλει ν' ανοίξη τους μπερντέδες του κρεββατιού, ζητά να φέρουνε φως. Μη για το Θεό, λέγει η υπηρέτρια, το φως θα τη σκοτώση! Και ξαφνικά κλείνει τους μπερντέδες. — Αγαπημένη μου Κυνεγόνδη, λέγει ο Αγαθούλης κλαίοντας, πώς είστε; Αν δε μπορείτε να με ιδήτε, μιλήστε μου τουλάχιστο. Δε μπορεί να μιλήση, λέγει η υπηρέτρια.

Μάβρ' υπομονή! είπ' ένας βαρυποινίτης, σειώντας πάνου κάτου με πικρό παράπονο ταχτένιστό του κεφάλι. — Μάβρη κι αράχνη! είπ' ένας άλλος. Μας έδινε ενού ενού το χέρι, μας εφίλειε δακρυσμένος από μεγάλη του συγκίνηση. Να πάρη να φύγη, που τον έβιαζε κι ο Αρχιφύλακας να κάνη αναγκαστά. Έδοσε το χέρι και στον Ψυχομάνη. Αφτός κάτι του ψιψίρισε σταφτί και τον αποτράβηξε παράμερα στην αγκωνή.

Μα συ θα παίξης για να μάθης. Μου είπε πώς να σκοπεύσω κιόταν περνούσαν σε καλή απόσταση, έσυρα τη σκαντάλη. Δεν περιγράφεται η συγκίνηση κη χαρά μου όταν είδα μια κολιακούδα να στριφογυρίζεται στον αέρα και να πέφτη. — Μωρέ, ζωή νάχης Γιωργιό! Εσύ θα γενής μεγάλος κυνηγός. Όλοι αρχίζουν απού τα καθιστά και συ την πρώτη σου πετυχιά την έκαμες στα πεταχτά!