United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.

Και βάδιζε η κόρη μπροστά με το κλαρί της ανθισμένης λεμονιάς στο χέρι, γελαστή κι ολόχαρη σα νύφη στα πιστρόφια της. Πίσω της πήγαινε ο Δημητράκης, παραδομένος στ' όνειρο και στο έργο, σαν παλαιστής βέβαιος για τη νίκη του. — Εξαίσια! εφώναξε ο Γκενεβέζος· στυλώνοντας πέρα τα μάτια του, λες κ' έβλεπε καθρεφτισμένο εκεί το διάβα τους.

Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω... Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής... — Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο. — Αψού!... ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.

Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα. — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...