United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος καταπατεί του γείτονος το κτήμα, ή το δημοτικόν ή το μοναστηριακόν, και ωθεί τον δρόμον παρά έξω, άλλος ανοίγει μονοπάτι όπου φθάση, μέσα εις τους αγρούς, και συντομεύει τον δρόμον, άλλος κτίζει καλύβην, στρώνει άλωνα και κατασκευάζει φράκτην προς το συμφέρον του. Και το φεγγάρι εχαμήλωνε. Τέλος εχάσαμεν, ως εικός, τον δρόμον. Έβγαλα το σπερματσέτον και το ήναψα.

Έτσι έχε λίγο απομονή το τι θα πω ν' ακούσεις. 220 Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν, που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου, μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.

Είνε, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυννησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο ταγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.

Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης «Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ; πώς και τα διο να γίνουν; Πρέπει να πάω 'να λόγονε να πω στον Αχιλέα π' ο γέρος μού παράγγειλε, ο βασιλιάς της Πύλος· 840 μα κι' έτσι δε σ' άφίνω εγώ να σε παιδέβει ο πόνοςΕίπε, και στην καλύβα του τον πάει, σηκώνοντάς τον κάτου απ' τα στήθια. Κι' είδε τον ο παραγιός και χάμου του στρώνει βοϊδοδέρματα.

Η γλώσσα γεννιέται και μεγαλώνει στα σπιτικά, σαν κ' εμάς που τη μιλούμε. Έρχεται κατόπι η φιλολογία, τη σιάζει, τη γυαλίζει, πετάει βαρβαρισμούς κ' ιδιώματα, φτιάνει καινούρια στολίδια, και στρώνει εθνική γλώσσα που γίνεται όμορφη, είναι και ζωντανή.

Είπε, και βάρβαρη δουλιά σοφίστηκε να κάνει, 24 και μες στα βούρκα στρώνει, ομπρός στην ψάθα του Πατρόκλου, τον Έχτορα έτσι ανάσκελα. Απέ οι λοιποί τους βγάζουν τα χάλκινα όπλα, κι' έλυσαν τα πολεμόχαρα άτια, κι' ομπρός στο πλοίο κάθησαν του θεϊκού Αχιλέα, σωροί· κι' αφτός τους έκανε νεκρόδειπνο τραπέζι.

ΕΥΓΕΝΗΣ Σεβαστέ μου Κύριε, να φυλαχθής· τα πέλαγο, αν πηδάει τα όρια του, με ορμήν τόσην δεν κατατρώγει το περιγιάλι, μ' όσην βίαν ο Λαέρτης μ' ανταρτών πλήθος τους φρουρούς σου στρώνει κάτω.

Πέτρες και σκορπιούς γεμίζει το δρόμο της για να την τρομάξη, κι αυτή περνάει και στρώνει λουλούδια σε κάθε της πάτημα. Πηγάδια της άνοιξε να πέση μέσα και να πνιγή, μα κι αν πέση, βγαίνει πάλι από τα νερά σαν την Αφροδίτη, και γεμίζει χάρη τον κόσμο.

Κι όλο το χρόνο, στους βωμούς που φλογοκοκκινίζουν, κάνει θυσίες από μεριά βωδιών καλοθρεμμένων κ' εκείνος κ' η γυναίκα του· ευγενικιά γυναίκα, που σαν αυτή τον άντρα της καμμιά δεν αγκαλιάζει, γιατί τον έχει κι αδερφό γιατί τον έχει κι άντρα· έτσι κι ο γάμος έγινε των δυο των αθανάτων που η Ρέα τους εγέννησε για βασιλείς του Ολύμπου· και στρώνει το κρεββάτι τους, του Δία και της Ήρας, παρθένα η Ίρις, πλένοντας τα χέρια της με μύρα.

Και τότε ο Ελεφήνορας τον έπιασε απ' τα πόδια, και τον τραβούσε — ο αρχηγός των άφοβων Αβάντων465 όξω απ' τους χτύπους, τι ήθελε, δίχως καιρό να χάσει, ναν τον γυμνώσει· μα πολύ δε βάσταξε ο σκοπός του . . . Τι το νεκρό ο Αντήνορας τον είδε που τραβούσε, και στα πλεβράπου φάνηκαν, σαν έσκυψε, από δίπλα απ' την ασπίδατον βαρεί με το μακρύ κοντάρι, και τόνε στρώνει κατά γης.