United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω εσείς τρεις δρόμοι, και συ κοιλάδα απόκρυφη και πλούσιο δάσος και στενωπή στα τρία στενά, σεις που το αίμα ήπιατε του πατέρα μου, τάχα θυμάστε πόσα κακά σας έκαμα κ’ έπειτα εδώθε ερχόμενος ισάριθμα κακά έχω κάμει.

Ο Κοντοπάνης, ύστερ' από πολύ κόπο, έφτασε και τον αρρεβώνιασε με την κόρη του· από το άλλο όμως μέρος του ερρίχτηκε ο παππά Συνέσιος για την κουμπαρούλα του, την κόρη του Μαρούπα· του εμπήκε με τα όλα του και τον έχει στα δυο στενά να τονε παντρέψη.

Ο τόσο ήσυχος πάντα εκεί απάνω μαχαλάς, τα Γύφτικα, με τα στενά και βουρκωμένα σοκάκια του, τα χαμηλά, βρώμικα, μισορειπωμένα σπιτάκια του, με τα μωρά που κυλιούνται στις λάσπες και τα χαμίνια που παίζουν στα νερά, τις γυναίκες που μαζεύουνται στις βρύσες παντρεμένες κι ανύπαντρες, όμορφες και άσχημες, κορίτσια δέκα τεσσάρων χρόνων με φλογερά αφίλητα μεγάλα μάτια, με κοντά φουστανάκια, και δυο τορνευτές παχειές ατσίμπητες ακόμα γάμπες, γριούλες αγαθές όλο γλύκα και γριές όλο φαρμάκι και γρουσουζιά, με τους άντρες, σωστά κοπρόσκυλα, ξαπλωμένους στον ήλιο, με τους τραμπούκους τους απανωχωρίτας πόχουν το μαχαίρι στο ζουνάρι και το κουμπούρι στο κλούβι, παίζοντας κοντσίνα με τα λερωμένα χαρτιά του αντικρυνού μπακάλη, τα Γ ύ φ τ ι κ α, ο τόσο ήσυχος μαχαλάς που προς το μέρος προς τη χώρα ζουν φτωχές φαμελιές δουλευτάδων και τεμπελχανάδων και προς το μέρος προς την εξοχή έχουν φωλιάση καμιά χιλιάδα γύφτοι, εκείνο το βράδι σηκώθηκε όλος στο πόδι.

Διέρχεται λοιπόν η διώρυξ τας υπωρείας από δυσμών προς ανατολάς, έπειτα φθάνει εις τα στενά και διευθύνεται προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον μέχρι του Αραβίου κόλπου.

Ο πλοίαρχος ετοιμάστηκε σε δυο μέρες· περάσανε πλάι από τις ακτές της Γαλλίας· περάσαν αντίκρα από τη Λισσαβώνα κι' ο Αγαθούλης ανατρίχιασε. Μπήκανε στα στενά του Γιβραλτάρ και στη Μεσόγειο, και τέλος φτάσανε στη Βενετία. — Ευλογητός ο Θεός! είπε ο Αγαθούλης, αγκαλιάζοντας το Μαρτίνο. Εδώ θα ξαναϊδώ την ωραία Κυνεγόνδη. Έχω πεποίθηση στον Κακαμπό, και στον εαυτό μου.

Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Αλλ' ούτε τι ήσαν οι Φράγκοι εγνώριζεν ο Μανώλης, ούτε εις τον πατέρα του ήτο εύκολον να του δώση να εννοήση, διότι και αυτός δεν εγνώριζε πολύ περισσότερα. Να, Φράγκοι είνε αυτοί που κατοικούν στη Φραγκιά και φορούν καπέλλο και στενά. Απ' αυτούς ήσαν κ' οι Βενετσάνοι. Τα ερείπια τα οποία διετηρούντο ακόμη εις την άκραν του χωριού ήσαν μέγαρα Βενετσάνων αρχόντων.

Θυμάσαι, δόξα νάχη ο Θεός, Μυλόρδε μου, τότες που σε περνούσα από τον Ασκυφό, σαν αφήσαμε το Πρόσνερο και τραβήξαμε κατά το Κράπι κι από κείθε πήραμε τα στενά τω Σφακιών, εκείνα δα με τους πρίνους και με τα γυμνά τα βουνά κι από τις δυο τις πλευρές. — Και δεν τα θυμούμαι τα κόκκαλα τασπρισμένα στη χαράδρα μέσα; — Γεια σου! Εκεί λοιπόν πρέπει να πάμε ναρχίσουμε την ιστορία μας πρι να τη φέρουμε δω.

Μένω σα να πούμε καρτερώντας με αγωνία πως μια μέρα θα μπορέσω να φωτιστώ για ό,τι δε γνωρίζω. Και μ' αυτό βλασταίνει μέσα μου μια σκέψη, που ρίζωσε τη στιγμή που γνώριζα πως θα πεθάνη το παιδί μου. Εννοώ πως ό,τι κι αν είναι αυτό, πραγματικότητα είτε φαντασία, μια μέρα θα μου πάρη τη γυναίκα μου. Είναι τόσο στενά δεμένη με τη ζωή μου, που δεν μπορώ να κάμω χωρίς αυτή.

Τι δώρα αν δε μετρούσε ο γιος τώρα τ' Ατριά, αν κατόπι 515 κι' άλλα αν δεν έταζε, άσειστα βαστώντας πάθος πάντα, θάλεγα εγώ πως το θυμό μην παραιτάς, μην τρέχεις ναν τους βοηθήσεις, κι' άφισ' τους μες στα στενά να ρέψουν.