United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ΜόρχολτΑλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.

Την κοίταζαν αγριόχαροι, την τρώγανε με τα μάτια τους και με τακόλαστά τους γνεψίματα, καθώς λύγιζε και τσακιζότανε με ξεβιδωμένους αρμούς, καθώς χαμογέλαγε και χαμηλόβλεπε ανεμίζοντας τα χαριτωμένα της μέλη, και πάλι στεκότανε μία στιγμή κοιτώντας τους και λωλαίνοντάς τους με τα μάτια της εκείνα που αστράφτανε μες στω δαδιών την αντιφεγγιά. Τους τάκαμνε όλ' αυτά, να γενή το χατίρι τους.

Εκρατιόταν όμως από φόβο μήπως ειπή και άλλη πρόστυχη λέξη. — Οι ξένοι σού δίνουν την απάντηση· του είπε μόνον με ψυχρή σοβαρότητα. Ο Δημητράκης στεκότανε ορθός κοντά στο τραπέζι, αδιάφορος και στις ματιές του αδερφού του και στα λόγια των σοφών.

Με τι συνείδηση τώρα και με τι δυνατογνωμιά να της εναντιωθή της μανιασμένης του αξαδέρφης. Ο Μιχάλης καθώς κι ο Γιάνης σωπαίνανε. Τόξεραν πως σε καλού δικηγόρου χέρια βρίσκουνταν η δουλειά τους. — Είναι καλή αυτή για τη ράχη του, μουρμούριζε ο Μιχάλης κάτω από το ξανθουλό του μουστάκι. Στεκότανε σαν παιδί φταιξιάρικο ο Πανάγος.

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Και στην Αφρική λοιπόν παραβρέθηκε ο νέος ο Κωσταντίνος και στην Παλαιστίνη. Και σα στεκότανε δεξά του Διοκλητιανού, τον τηρούσε ο κόσμος και θάμαζε την παλικαρήσια κορμοστασιά του, την ώρια του όψη και τη βασιλική του μεγαλοφροσύνη.

Και καθώς έκανε το σεργιάνι του, στεκότανε και μπροστά στον τάφο του Λαζαράκη. Περνούσαν ο κόσμος και διάβαζαν στο μάρμαρο: «&Εδώ αναπαύεται εν Χριστώ ένας καμπούρης&». Έπειτα γυρίζανε κατά τα άλλα τα μνήματα κι' αρχίζανε τα γέλια : «Όλοι τούτοι οι άλλοι στην αράδα, θα ήσαν ίσιοι στη ζωή τους, μωρέ μάτια μουΉρθε η νύκτα και το χωριό, σα μια ψυχή, γλυκοκοιμήθηκε στην πλαγιά του βουνού.

Νέα κι αφοσιωμένη μου είχε ρθει, μα σε όλη την ευτυχία, που έλαμπε γύρω της κ' έκανε αλαφρό το πάτημά της, είτανε μια μελαγχολία, που είτανε τόσο μεγαλήτερη όσο σώπαινε τόσον καιρό. Νόμιζα πως θυμόμουνα τώρα πως από νωρίς ακόμα η ύπαρξή της όλη στεκότανε σ' ένα επίπεδο διαφορετικό από το επίπεδο των άλλων.

Παράξενο σμίγμα ο Συνέσιος· αρχαϊκός πολίτης και φιλόσοφος από τη μια, Χριστιανός Ιεράρχης από την άλλη. Λες και στεκότανε στο κατώφλι του νέου κόσμου. Ο ήλιος που βασίλευε τον περέχυνε πίσωθε, το νέο φως τον οδηγούσε από μπρος. Πότε βαφτίστηκε δεν το ξέρουμε.

Όλος ο λαός, άνδρες και γυναίκες, γέροι και νέοι, μαζεύθηκαν απ' όλο το βασίλειο να ράνουν με νεκρολούλουδα το βασιλόπουλο. Οι μοιρολογίστρες μοιρολογούσαν. Ο Ρήγας ακίνητος και βουρκωμένος στεκότανε από πάνω από το κεφάλι του. Οι μάγοι και οι σοφοί, που τους είχε διώξει ο Ρήγας από το παλάτι, ήλθαν και στάθηκαν δίπλα στο νεκροκρέββατο. Ήλθαν κ' οι δάσκαλοι και σταθήκανε στα πόδια του.