United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΚΑΣΤΗ Το ξέρει ατός του ή τ’ άκουσεν απ’ άλλου στόμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μου ’στειλε τον παμπόνηρον, πανούργον μάντι, για να κρατή το στόμα του από τέτοια λόγια ο ίδιος ο Κρέων καθαρό.

Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δικιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτα χέρια του αφεντικού του. Ο Σουλτάνος γυρίζοντας το πίσω τού μήνυσε τούτα. «Τέτοια και καλλύτερα σπαθιά έχω κ' εγώ μέσα στα ασκέρια μου αμέτρητα και δεν επίστεψα πως μ' ένα τέτοιο και συ κατορθώνεις τα όσ' ακούω και δοκιμάζω θάμματά σου».

Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου προξενήση ο χωρισμός της.

Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάη να διαβάση εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ . . . Φώναξε το παιδί . . . να πάη ως την εκκλησιά, να του δώση ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ' Άγιο Μύρο . . . Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του·

Εμπρός, Μούσα, βαπτίσου μεσίτρα, καρακάξα, κυράτσα, γλωσσού, οικοπέδων, σπητιών προξενήτρα, για ν' ανέβης εις σφαίρας χρυσού. Εμπρός, μέτρα και συ τα κουπόνια και 'στο διάβολο στείλε το στίχο, πριν σε πάρουν, καϋμένη, τα χρόνια, και κτυπάς το ξερό σου 'στον τοίχο. Πάψε, Μούσα, να ήσαι σκαρτάδα, έλα 'λίγο και συ εις την πράξι· συλλογίσου πως ζης 'στην Ελλάδα, κι' εδώ είναι ποιος πρώτος θ' αρπάξη.

Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου.

Κ’ είναι πλασμέν’ η ασπίδα του μ’ έν’ άξιον τρόπο: άντρας αρματωμένος τα σκαλιά ’νεβαίνει σκάλας σε πύργο εχθρών, που θέλει να τον πάρη, κι αυτός με χαραμμένα γράμματα φωνάζει πως ουδ’ ο Άρης θα τον βγάλη απ’ τους πύργους. Στείλε λοιπόν και κατ’ αυτόν ένα να ’ν’ άξιος από ζυγό σκλαβιάς να σώζη αυτή την πόλη.

το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395 χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, καιτο Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει• και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, όπως τρομάξη άλλος πτωχόςτο εξής να σ' απατήση». 400

Τότες πια τίποτις δε συλλογιούμαι, τίποτις δε νοιώθω, δε ζω, θυμούμαι τη Μοιρίτα. Ίσως έρθω καμιά ώρα να σε διώ εκεί κάτω, να διώ και λίγη θάλασσα. Την αποθύμησα. Μα ξέρεις που δε μου αρέσει και πολύ πολύ τώρα να σαλέβω. Είναι και κάμποσο μακριά. Κάλλια να μείνω εδώ που καταστάλαξα. Γράψε μου, στείλε μου κανένα βιβλίο νόστιμο, μίλησέ μου, σα θέλεις, και για γλωσσολογία ή και για γλώσσα.

— Ο Σουλτάν Μουχαμέτης, ο Ασβιούκ όπως τον έλεγαν, ξανάρχισε ο Γεροκαλαμένιος, που τον πολεμούσε, ακούγοντας πολλά για το σπαθί του, έστειλε σ' αυτόν άνθρωπό του και του το γύρεψε να το ιδή από περιέργια. Ο Σκεντέρμπεης το 'στειλε μετά χαράς, κι ο Σουλτάνος επρόσταξε τους πλέον αντρειωμένους του να το δοκιμάσουν. Μα πού να κάνη όσα έκανε το σπαθί 'ςτά χέρια του αφεντικού του.