United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, 'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 αυτούτην στάνη, ή θα του ειπήτην πόλι να περάση•

Σαν τάβρο που όλα ξεπερνάει τα βόδια στο κοπάδι 480 κι' απ' όλες ξεχωρίζεται στη στάνη τις γελάδες, τέτιονε ο Δίας έκανε κι' αφτόν τη μέρα εκείνη, ξεχωριστό κατάλαμπρο στων αρχηγών τη μέση.

Και σα μεγάλα σύγνεφα μυιγώνε σωρεφτώνε που πλημμυρούν την άνοιξη σε προβατήσα στάνη, 470 τότες που γύρω ξεχειλάει το γάλα στις καρδάρες, τόσοι στον κάμπο στέκουνταν κι' οι Δαναοί στους Τρώες αγνάντια, και δεν έβλεπαν την ώρα ναν τους σκίσουν.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να μάση χίλια αγριόγιδα και να τα κάνη στάνη, » Να τα βοσκάη στους γκρεμούς, στα πλάγια να τ’ αρμέγη » Να βγάζη τ’ αγριοβούτυρο, να πήγη τ’ αγριοτύρι;

Ο καιρός χειροτέρευε. Προς το βράδυ άρχισε να βρέχει και οι δυο σύντροφοι πλησίασαν σε μια καλύβα βοσκών, αλλά δεν τους έβαλαν μέσα κι έτσι υποχρεώθηκαν να βρουν καταφύγιο κάτω από ένα υπόστεγο φτιαγμένο από κλαδιά, πλάι στη στάνη. Τα σκυλιά γαύγιζαν, ένας πέπλος μελαγχολίας περιέβαλε όλη την υγρή πεδιάδα και η βροχή και ο άνεμος έσβηναν τη μικρή φωτιά που ο Έφις προσπαθούσε ν’ ανάψει.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.

Ο βοσκός εν τω μεταξύ εκύτταζε τα αιγοπρόβατα του, τα εφώναζε «Τίβι! τίβι! . . . όι! όιΕπροσπάθει να τα συμμαζέψη και τα φέρη προς τον ανήφορον, διά να τα οδηγήση προς την ράχιν την μεσημβρινήν, όπου ευρίσκετο η στάνη του. Οι δύο άνδρες εχαιρέτισαν τον Λυρίγκον. Είτα τον ηρώτησαν αν είδε «κείνη την παληογυναίκα, πώς την λεν, την Φραγκογιαννού». Ο Λυρίγκος είπεν όχι.

Γιατί το κελλί του μέσα ώμοιαζε στάνη, καλύβι τσοπάνικο, γιομάτο λύγδες και στρωσίδια και διπλάρια χοντρά μάλλινα. Οι τοίχοι ήταν κατάμαυροι σαν τοίχοι καπνισμένης σπηλιάς κι ο μικρός λύχνος που φώτιζε θαμπός και μισόφωτος τον απλό δείπνο μας, έβγαζε μιαν αφόρετη βαριά μυρουδιά πολυκαιρισμένου λαδιού.

Αλλ' ενώ η Μαριανθούλα με τη γριά χαίρονταν τα νιογέννητα κατσικάκια, που αυγατούσαν τη σπιτιάρική τους τη στάνη, οι τρεις γίδες, η Νιάγγρα η σκουλαρικάτη, η Γκιώσσα η πρωτόγεννη, κι' η Κανούτα η κουτσοκέρατη, ανέβηκαν τη σκάλα και μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Η γριά, ακούοντας τον ποδοβολητό, νόμισε ότι είταν ο παπάς και προσηκώθηκε λέγοντας: — Κόπιασε, Δέσποτα μ', στην κορφή...

Τίποτα· θέλησα να το κάμω να λουφάξη, να μην κλαίη, απήντησεν. Η γραία μάμμη έκυψε προς την κούνιαν. — Πηγαίνω τώρα, έφεξε, είπεν η Φραγκογιαννού . . . Δώσε της λεχώνας το γιατρικό που έβρασα να το πιη! Και πάραυτα εξήλθεν. Έτρεξε με βήμα δρομαίον ν' απομακρυνθή τάχιστα. Επήρε τον επάνω δρόμον, κατά το δάσος, διά να μη περάση από την αντικρυνήν ράχιν όπου ήτον η στάνη.