United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά δεν σπεύδει προς το ήδη προσδιωρισμένον τέρμα· πορευόμενος εις το κατηραμένον παλάτι της Ελσινόρης σταματά εις το νεκροταφείον, ως να ήθελε να ξανασάνη από τον κάματον και από τα μισητά έργα της ζωής εις την έρημον επικράτειαν του θανάτου.

Και ενώ με αυτήν την πραοτέραν διάθεσιν σπεύδει προς την μητέρα του, έξαφνα του παρουσιάζεται ευκαιρία να τιμωρήση τον κακούργον· ο Κλαύδιος είναι αυτού γονατιστός, αφηρημένος εις την δέησιν, αφύλακτος· και ιδού ο Αμλέτος ήδη σύρει το ξίφος, είναι έτοιμος να διαπράξη δολοφονίαν αλλά νέα σκέψις του κρατεί το χέρι· ενθυμείται ότι ο πατέρας του πικρώς επαραπονέθη διότι ο αδελφός του τον έστειλεν εις τον άλλον κόσμον αδιόρθωτον, απροετοίμαστον· νομίζει ο Αμλέτος ότι η αληθινή εκδίκησις απαιτεί πλήρη την ανταπόδοσιν, και αυτή δεν κατορθώνεται εάν φονεύση τον αδελφοκτόνον εις την στιγμήν οπού προσευχόμενος εξαγνίζει την ψυχήν του· ο Αμλέτος θέλει όχι μόνον αίμα αντί αίματος αλλά και κόλασιν αντί κολάσεως.

Ειλικρινώς προσπαθεί να εξιλεωθή με τον Λαέρτην, εις τον οποίον βλέπει ένα από τα θύματα της παραφοράς του, διότι τόση απόστασις τον εχώρισεν ήδη από την πρώτην ψυχικήν του κατάστασιν, ώστε πιστεύει ίσως και αυτός ότι η ανεξήγητος εκείνη εσωτερική πάλη προήρχετο από πραγματικήν διατάραξιν της διανοίας· σπεύδει πρώτος ν' αρχίση την ξιφομαχίαν προαισθανόμενος ότι εκείνο το παιγνίδι θα επιταχύνη την κρίσιν· πρώτος ζητεί να δοθούν τα ξίφη· πρώτος δίδει το σύνθημα, αλλά ταυτοχρόνως φροντίζει ώστε να μη τον προλάβη επιβουλή του Κλαυδίου, και δεν πίνει, αν και ο Κλαύδιος και κατόπιν και η Γελτρούδη του προσφέρουν το ποτήρι· μ' επιμονήν εξακολουθεί τον αγώνα, κεντά την φιλοτιμίαν του αντιπάλου του, ακριβώς εις την στιγμήν οπού εις την συνείδησιν τούτου εκλονίζετο η δολοφόνος απόφασις.

Τούτο προέρχεται διότι ο καθείς, υπό φόβου, προσπαθεί να προφυλάττη τα άοπλα μέρη του σώματος του όπισθεν της ασπίδος του προς τα δεξιά γείτονός του, και διότι νομίζουν ότι όσον μάλλον πυκνωμένοι είναι, τόσον μάλλον ασφαλείς· και είναι μεν η πρώτη αιτία της κλίσεως ταύτης ο δεξιός οδηγός, ο οποίος σπεύδει πάντοτε να προφυλάττη το δεξιόν μέρος του σώματός του από τας προσβολάς του εχθρού, τον μιμούνται δε και οι άλλοι στρατιώται διά τον αυτόν φόβον.

Λοιπόν, εάν όλα αυτά λάβη κανείς υπ' όψιν, σπεύδει να ειπή αυτό που είπα εγώ προ ολίγου, ότι δηλαδή κανείς θνητός δεν νομοθετεί τίποτε, αλλά συμπτώσεις είναι σχεδόν όλα τα ανθρώπινα πράγματα.

Δεν σπεύδει να ενεργήση, διότι έχει την συναίσθησιν της αξίας του, και είναι βέβαιος περί της εκβάσεως. Δεν μεγαλοφρονεί, δεν περιμένει την έκβασιν από τον εαυτόν του, αλλά θαρρεί εις οδηγίαν ανωτέραν, χωρίς να ηξεύρη ότι την έχει μέσα εις την ψυχήν του θαρρεί εις την δεξιάν του Υψίστου, με την οποίαν θα γίνη ό,τι πρέπει να γίνη. K. H. HERMES. Ueber Shakespeare's Hamlet. Stuttgart. 1827.

Αλλά και όταν διηγήται τον λοιμόν και φαίνεται ότι μακρηγορεί, δύνασαι να εννοήσης ότι τρέχει μεν πάλιν και σπεύδει, αλλά τα γεγονότα τον αναχαιτίζουν, καθότι είνε πολλά.

Και ταύτην λοιπόν σπεύδει ν’ αποβάλη ή μάλλον να σχίση, τρέχουσα ως μαινομένη και σκορπίζουσα περί αυτήν τα τεμάχια του υφάσματος, μέχρις ου καταβληθείσα υπό του τρόμου και του καμάτου καταπέση ημιθανής και ημίγυμνος επί της χλόης.

αλλ' ήδη εις το πάθος αντιτάσσεται η σκέψις· ο Αμλέτος δεν σπεύδει προς το έργον^ μόνον ορκίζεται να έχη ως προορισμόν του την παραγγελίαν του πατρός του· ό,τι κατά πρώτον και μακρόθεν του παρουσιάσθη απλούν και εύκολον, τώρα, άμα έθεσε τον πόδα εις το πρακτικόν έδαφος, του φανερόνεται σύνθετον και δύσκολον^ εις όλο το φονικόν εκείνο δράμα αυτός βλέπει την εικόνα καθολικής αποσυνθέσεως, φρίττει και αδημονεί ότι εις αυτόν έτυχεν ο βαρύτατος κλήρος της αναπλάσεως·

Την στιγμήν εκείνην οι θεράποντες ανήγγειλαν, ότι το πρόγευμα ήτο έτοιμον και ο Πετρώνιος, ενώ μετέβαινεν εις το τρίκλινον εξηκολούθησε: — Διέτρεξες επί της γης πολλά μέρη, πλην ως στρατιώτης, όστις σπεύδει προς το τέρμα της πορείας του και δεν ίσταται καθ' οδόν.