United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι διηγήσεις όμως αύται δεν εφαίνοντο αρεσταί εις τον Μανώλην, όστις ήθελε να λάβη ολιγώτερον σοβαράν τροπήν η ομιλία των. Αλλ' αυτός δεν ήξευρε πώς να της δώση την τοιαύτην τροπήν. Να μη του πη τίποτε η Πηγή διά την φράσιν που της απηύθυνε καθ' ην στιγμήν της έδιδε τα μαρτυρίκια; τούτο το εφοβείτο κατ' αρχάς· αλλ' όσον έβλεπε την Πηγήν να του ομιλή περί άλλων πραγμάτων, ήρχιζε να το εύχεται.

Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου.

Και κατά τούτο λοιπόν οι δύο λόγοι περιέχουν αμαρτίαν ως προς τον Έρωτα, και προσέτι η ανοησία αυτών είναι πάρα πολύ αστεία διότι, εν ώ δεν λέγουν τίποτε υγιές και αληθές, υπερηφανεύονται ότι περιέχουν κάποιαν σοβαράν αξίαν, εάν εξαπατήσωσι μερικούς μικρούς ανθρώπους και προκαλέσωσι τον θαυμασμόν των.

Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν.

Έστρεψε τότε λαθραίον βλέμμα προς τον Μανώλην και τον παρετήρησε με σοβαράν και βαθείαν περιέργειαν. Έπειτα του είπε: — Θες, Μανωλιό, κουκιά! Και σταματήσασα παρουσίασε προς τον Μανώλην καλάθι με χλωροκούκια το οποίον είχε κρεμασμένον εις τον βραχίονά της.

Πράγματι δε ο Σαϊτονικολής, δείξας εις τον υιόν του ένα εκ των γερόντων εκείνων, όστις διήρχετο στηριζόμενος επί βακτηρίας, του εψιθύρισε με φωνήν σοβαράν, εις την οποίαν επάλλετο η εκδίκησις: — Θωρείς πώς ήσανε ντυμένοι στα μαύρα οι Χριστιανοί τον καιρό της γιανιτσαριάς, για να μη τση σκοτώνουν οι Τούρκοι;

Το πλήθος εκείνο ηυξήθη περισσότερον, όταν ο Θεοκλής, ιατρός, εδήλωσεν ότι η Λίγεια δεν είχε καμμίαν σοβαράν βλάβην, ο πυρετός των φυλακών την είχεν εξασθενίσει, αλλ' ότι μετ' ολίγον θα ανελάμβανε τας δυνάμεις της. Επανήλθεν εις τας αισθήσεις της την ιδίαν νύκτα.

Και με φωνήν ήρεμον και αποφασιστικήν εξεσφενδόνισε προς τον πατέρα του την εξής σοβαράν φράσιν: — Δεν τήνε παίρνω 'γώ την Πηγή! Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα, το οποίον εσήμανε: «Δε σου τάλεγα;» — Δεν τήνε παίρνεις; είπεν ο Σαϊτονικολής με φωνήν ημιπνιγμένην. Ο Μανώλης είχε σκύψει και απέξυε την επικαθημένην εις το υπόδημά του λάσπην. — Και γιάιντα, νάχωμε καλό ρώτημα;

Εσύστησε δε την σοβαράν ταύτην τάξιν περί εαυτόν ίνα μη, συναναστρεφόμενοι αυτόν, συνωμόσωσιν εναντίον του εκ ζηλοτυπίας οι άλλοτε μετ' αυτού συζήσαντες συνηλικιώται του και ουδόλως υποδεέστεροι κατά την καταγωγήν ή τα λοιπά προτερήματα, αλλ' εξεναντίας, μη βλέποντες αυτόν, να τον θεωρώσιν ως άλλης φύσεως άνθρωπον.

Μετέφερεν αυτήν εις άλλην ζωήν, ψυχράν, σοβαράν, μεστήν πραγματικότητος ασφυκτικής, την οποίαν αύτη πριν ουδέποτ' εφαντάζετο, μέσω της χαριέσσης φύσεως εν τη οποία ανεπτύχθη.