United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρριξες το παιδί μου εις την φωτιάν, έδωσες την θυγατέρα μου μιας σκύλλας, και με όλον που ήτον μεγάλη η θλίψις μου, εγώ δεν σου ωμίλησα, αλλ' ούτε σου έδειξα πως μου εκακοφάνη· μα ετούτο που μου έκαμες τώρα δεν ημπορεί να είνε άλλο, παρά μία επιβουλή της ζωής μου και της τιμής μου, και μου είνε αδύνατον που να μη παραπονεθώ.

Ο βασιλεύς έλαβε θάρρος και την ηρώτησεν εάν αυτή είχε μεταμορφώσει τες αδελφές της Ζωηδίας εις σκύλλας και εκείνη το εβεβαίωσεν· έπειτα την παρεκάλεσεν να τας συμπαθήση διά μεσιτείας του και της Ζωηδίας και να τας μεταμορφώση εις την πρώτην τους μορφήν και να θεραπεύση και την Αμηνάν από εκείνας τας πληγάς·

Αλλ' εκείνο κατ' εξοχήν, όπερ τον απέτρεψεν από της συνεχίσεως της δημιουργικής του εργασίας, είνε το ζήτημα της γλώσσης. Είδομεν τον Ροΐδην από των πρώτων του γραμμών «ως ναυτιώντα θαλασσοπόρον μεταξύ Σκύλλας και Χαρύβδεως » μεταξύ της καθαρευούσης, ήτις τον αηδίαζε και της δημοτικής, ήτις τω επαρουσιάζετο ως όργανον ανεπαρκές προς έκφρααιν όλων του των διανοημάτων.

Η Εξωτική υπήκουσε μάλιστα διά χάριν της Ζωηδίας και λαβούσα με το χέρι της ερράντισε τας δύο σκύλλας και ευθύς μετεμορφώθησαν εις την πρώτην τους μορφήν· ύστερα ερράντισε και το στήθος της Αμηνάς και ιατρεύθη ευθύς.

Ματαία λοιπόν είναι η λύπη ώστε να λυπήται ο Αξίοχος δια το μήτε ον, μήτε μέλλον να είναι περί τον Αξίοχον, και ομοία είναι η λύπη, ως να ελυπείτο τις περί της Σκύλλας ή του Κενταύρου, πραγμάτων τα οποία μήτε είναι περί σε, μήτε ύστερον μετά τον θάνατον θα είναι. Διότι ο φόβος υπάρχει εις τα όντα, εις δε τα μη όντα πώς είναι δυνατόν να είναι;

Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 κ' εμείς το πλοίο ρίξαμετα διάπλατα πελάγη, τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίαςτο καράβι 405 επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτούτην πρύμη τον κυβερνήτη κτύπησετην κεφαλή, και άμ' όλα τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. κ' εγώτο πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνήτο κύμα. και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνητην φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθηντην υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, 'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, κ' έλαμνα με τα χέρια μουεκείν' αποθωμένος. την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.