United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Πατέρα έχει το πτωχό, και είν' ωρφανευμένο. ΡΩΣ Δεν ημπορώ να κρατηθώ. Υγίαινε. Αν μείνω θα μ' εντροπιάση η λύπη μου και σε θα σε ταράξη. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθαν' ο πατέρας σου, και τώρα τι θα γείνης, και πώς θα ζήσης; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Όπως ζουν και τα πουλάκια, μάννα. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ 'Σάν τα πουλάκια; Πώς; Και συ με μυίγαις, με σκουλήκια Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Με ό,τι εύρω.

Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκουΈτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.

Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.

ΑΜΛΕΤΟΣ Όχι εκεί, όπου τρώγει, αλλ' όπου τρώγεται· ολοένα συνεδριάζουν ολόγυρά του κάμποσα διπλωματικά σκου- λήκια. Το σκουλήκι, Κύριέ μου, όσο διά το καλό φαγητό, είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Παχαίνομε όλα τ' άλλα πλά- σματα διά να μας παχαίνουν, και παχαίνομε τον εαυτόν μας διά τα σκουλήκια.

Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια 'πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια... Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν.

Άπλωναν και τα βρώμια τσάβαλά τους στο προάβλιο, καθελογήτικα κουρέλια που εδίπλωναν τ' αρρωστημένα μέλη τους, να μην τους τρώνε τα σκουλήκια από ζωντανούς. Ο Βλαχογιώργος εφώναξε πέντε έξη άντρες απόξω από τη φρουρά και άρχισε την επιθεώρηση. Έπιαναν τα παλιόσκουτα από σωρό σε σωρό οι φαντάροι και τανακάτωναν. Τα ετίναζαν πέρα δώθε, τα εξετύλιγαν μην είχαν μαχαίρια διπλωμένα μέσα.

Πάει, τούφυγε η ψυχή, το πήρε η βρώμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο Γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρης! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και τώχασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κ' έγινε τοκιστής.

— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο ΓεροΤρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»

ΑΜΛΕΤΟΣ Τότε επιθυμούσα να ήσουν τίμιος όσον είν' εκείνοι. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τίμιος, Κύριέ μου! ΑΜΛΕΤΟΣ Μάλιστα, Κύριε· αν είσαι τίμιος, όπως πηγαίνει τώρα ο κόσμος, είσαι ένας διαλεκτός μέσ' από δέκα χιλιάδαις. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Είπες, Κύριε, την αγίαν αλήθειαν. ΑΜΛΕΤΟΣ Διότι αν ο ήλιος γεννά σκουλήκια εις έναν ψόφιον σκύ- λον, — ψοφίμι καλό για φίλημαΈχεις θυγατέρα; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έχω, Κύριέ μου.

Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνεια, ταγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιωσύνης. Χαρήτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγεινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίση το έθνος.