United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε. και τα γενόμενα οι θεοίτον κόσμο φανερώσαν, και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275 βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων. και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης• ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280

Τα πουλήσατε;» «Ναι, άλλα πούλησα σε κάποιον από το Νούορο και άλλα τα χρησιμοποίησα για να επισκευάσω την σκεπή και έτσι πλήρωσα και τον χτίστη. Ξέρεις ότι την τελευταία μέρα της σαρακοστής ο αέρας πέταξε τα κεραμίδιαΚι έτσι εκείνος δεν επέμενε. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να διορθώσει κανείς τα πράγματα, χωρίς να ταπεινώνει τους ανθρώπους που αγαπά!

Κι' αφτός με το κοντάρι εφτύς το Λιόκριτο σκοτώνει, τ' Αρίσβα γιο κι' αγαπητό του Λυκομήδη φίλο. 345 Και σαν τον είδε πούπεσε, πικράθη ο Λυκομήδης, και τρέχει στέκει ολόκοντα και ρήχνει το λαμπρό όπλο, και τ' όπλο του τον Απισά κάτου χτυπά απ' τη σκέπη στο σκώτι, και τον προβοδάει, ένα άντρα πολεμάρχο, που πέρα απ' τη χοντρόσβωλη την Παιονιά 'χε φτάσει 350 κι' είταν στερνά απ' τον Αστροπιό το πιο γερό κοντάρι.

Και κάτων από τ’ ουρανού τη διάπλατη τη σκέπη, Χειροπιασμένες δυο αδερφές : τη Μέρα και τη Νύχτα.

Της φαινόταν σαν να τα έχει λίγο χάσει, η δύστυχη, κι έτσι έπαψε να την βασανίζει. Πήρε ένα άλλο μπισκότο και πήγε να το προσφέρει στη θεια- Ποτόι, στη γωνιά της. Μια φωτεινή γραμμή έπεφτε από τη σκεπή του μικρού, ισόγειου δωματίου, φωτίζοντας το κρεβάτι όπου κειτόταν η γριά ντυμένη και με το κολιέ και τα σκουλαρίκια της, άκαμπτη σαν ξύλο, όμοια με λείψανο έτοιμο για θάψιμο.

Εκεί πέρα βρισκόταν ίσως η σωτηρία του. Χελιδονοφωλιές, που με τον καιρό είχαν πάρει το χρώμα της πέτρας, βρίσκονταν σε παράταξη, σαν διακόσμηση, ανάμεσα στη σκεπή και στα παραθυράκια του μικρού σπιτιού.

Αλλ' ενώ των λοιπών εξωστών η σκέπη αφηρείτο κατά τον χειμώνα, ο του Φιλίππου έμενε διαρκώς σκεπαστός, αι δε γειτόνισσαι διετείνοντο ότι εκοιμάτο εκεί και εν καιρώ χειμώνος. Εντός της οικίας εκείνης διήρχετο όσας ώρας δεν απησχόλει η εργασία του.

Από την κωνική σκεπή, φτιαγμένη από καλάμια και βούρλα, που σκέπαζε τους τοίχους από ξερολιθιά και είχε μια τρύπα στη μέση για να βγαίνει ο καπνός, κρέμονταν αρμαθιές κρεμμύδια και μάτσα από αποξεραμένα βότανα, σταυροί από φοινικόφυλλα και κλαδιά από αγιασμένα βάγια, ένα ζωγραφισμένο κερί, ένα δρεπάνι για να διώχνει τους βρικόλακες και ένα σακουλάκι κριθάρι ενάντια στις πάνας.

Ένας από αυτούς άρχισε να ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας ημέρας σου ημείς είμεθα δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να ιατρευθώμεν από την βασιλείαν σου εις τα πάθη που έχωμεν.

Τέλος ανέλαμψαν φαιδρώς και τα πρόσωπα των τεσσάρων τούτων μόνον προσκυνητών της πάλαι ζωηράς εκκλησίας, εφ' ων εζωγραφήθη ανεκλάλητος χαρά παγκοσμίου πανηγύρεως, ην, αφθόνως καιόμενον το θυμίαμα, ως νεφελώδης τις σκέπη, ανήγεν εις την ξυλίνην του ναού στέγην, και εκείθεν διά των χασμάδων έφερε προς το στερέωμα, εις τους θρόνους του θεανθρώπου.