United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δεκανέας τους δέχτηκε χαρούμενος. Ύστερα από καμιά ώρα έφτασε κι ο εισπράχτορας που γύριζε τα χωριά για εισπράξεις καβάλλα σ' ένα μουλάρι μαζί με τα εντάλματα του δημόσιου στο σακκούλι. Παράξενο εκείνη τη μέρα όλοι οι χρεοφειλέτες έλυσαν τα κομποδέματά τους, έβγαλαν απ' το σελάχι τους και πλήρωσαν το δημόσιο. Μονάχα ένας δεν είχε να πληρώση.

Πάει στη λίμνα ολόχαρος, και γελαστός πάει στην οχθιά, και ζυγώνει αποκεί την καταβόθρα. Βγάνει τη φλογέρα απ το σελάχι του και τη φιλεί, τη φιλεί. Δακρύζει και την πετάει στην καταβόθρα. Και φέβγει, φέβγει, αφίνει πίσω του του Μπέη τις άπειρες κοπές και τα πυκνά της Αρκαδίας τα δάσα.... — Χάι! Ψαρή μ', χάι ! μαγκουφίτη μ'.... — Οπού λες.

Άρχισε να ξεκρεμάη από τον τοίχο την παλιοκασέλα του· να ξεκαρφώνη το πρόσθετό της σουρτάρι αποκάτου. Εμάζεψε μια παλιοβελέντζα πούχε ψιριάρικη ο μάβρος· εδίπλωσε μέσα της μισό φύλλο φουστανέλα λιγδερή, πούχε απομείνει κουρελιασμένη· επέρασε το μουχλιασμένο του σελάχι, εσυγυρίστηκε καλά, κ' ήταν έτοιμος.

Μα κει που θα μου πάρης την ψυχή, αδερφούλη μου, κάλλια το σελάχι! ξεφώνησε ντροπαλά ο δύστυχος Καναβιός, κ' εγύρισε κατά μας, συχνοσηκώνοντας με μεγάλη στενοχώρια τους ώμους. Ο Κυρ-Λοχίας τόρα οπού εκατάλαβε τι τρέχει άναψε. Γύρισε κατά τον Ψυχομάνη στην άλλην άκρη. — Τ' είν', ωρέ, παλιόσκυλο; του λέει· τ' έχς για, ωρέ, και κάνς έτσι; Ο Ψυχομάνης τάχασε. — Ωρέ, γω σ' κρένω, τι χαλιέβς εκεί;...

Καμιά φορά, ξαφνικά ο Ψυχομάνης αγριέβει· ρίχνει το χέρι μορμή, του κόβει το σελάχι από τη μέση του άμοιρου Καναβιού. Απόμεινε αφτός στην άκρη αποσβολωμένος απ τη ντροπή του. — Να, του λέει, κ' εγώ σα δεν έχης! Αποτραβήχθη με το σελάχι στα χέρι αλλαξοπρόσωπος.

Εκεί καθώς έκαιεν ο ήλιος, κ' έσιζον από ελαφράν πνοήν τα φύλλα των δένδρων, μικρός κρότος ηκούσθη άνωθεν, απ' τον ανατολικόν τοίχον του μοναστηρίου· μέσα από την βαθείαν λόχμην και τους πυκνούς θάμνους επρόβαλεν έν πρόσωπον. Γηραλέος άνθρωπος, μεγαλόσωμος, με τουφέκι εις τον ώμον, βέργαν εις την χείρα, και δύο πιστόλια εις το σελάχι περί την μέσην του. — Καλώς σας ηύρα· γεια σας, παιδιά.

Ο Ψυχομάνης τάχασε πλιότερο. Εκούναε του Καναβιού το σελάχι στα χέρια κ' εγύρεβε λόγια. ε μασιέται, Κυρ-Λοχία μου! Δεν τρώεται πλιο! Μου χρωστάει δυόμιση δραμές από φαΐ και καφέδες. Του λέω να μου τις δώκη· δεν έχει, λέει σα βγη όξω, λέει. Και που θα τόνε ξαναϊδώ γω, Κυρ-Λοχία μου; Του πήρα γιά το σελάχι, να μου τις φέρη.

Τότε είδεν ότι οι διώκται ήσαν μεν δύο, αλλά μόνον ο είς εφόρει την στρατιωτικήν στολήν. Ο άλλος έφερεν εγχώριον ένδυμα, με σελάχι, εφωδιασμένον με πιστόλια και χαρμπιά, περί την μέσην. Εφαίνετο να είναι είς των αγροφυλάκων. Τούτο την επτόησε και την εφόβισεν. Η απουσία του ενός χωροφύλακος έδιδεν αφορμήν εις υποψίας.