United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του.

Είνε κι' άλλη ζυγιά; επανέλαβεν ακαταλήπτως ο παράδοξος άνθρωπος. — Τι ζυγιά; ηδυνήθη ν' αρθρώση ο Στάμος. — Είνε άλλα παιδιά να καταβούν από τον απάνω μαχαλάν; — Δεν ξέρω, είπεν ο Στάμος. Την φοράν ταύτην ο Παλούκας είχεν ολιγωρήσει να σβύση τον φανόν, διότι εκ της μέχρι τούδε πείρας του επείσθη ότι δεν θα τον ανεγνώριζαν τα παιδία.

Και πριν ακόμα βουβαθή ο σάλαγος, πριν σβύση ο καπνός που έσυρε μαγνάδι ξωτικιάς στο πεύκο πέρα, σκυλί γαύγισε πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια κι άρχισε να πηλαλά σαν άτι στο αμμουδερό ξέφωτο.

ΕΥΝΙΚΗ. Μόλις μπορεί κανείς να ξεχωρήση. . . Πού είνε;. . . Δεν τον βλέπω. . . Κι' η λυχνία θε να σβύση. ΑΓ. ΔΗΜ. Αυτή! Αυτή! Τ' ήρθες εδώ να κάνης;. . . Όχι! δε θα σ' αφίσω να πεθάνης. Κανείς αμπέλι δεν φυτεύει χωρίς απ' τον καρπό του να γυρεύη και τη δροσιά. . . ΑΓ. ΔΗΜ. Τι θες μ' αυτά να πης τα λόγια; ΕΥΝΙΚΗ. Ω! με καταλαβαίνεις.

Η πρώτη εντύπωσις μας ευρίσκει προθύμους, και ο άνθρωπος είναι καμωμένος ώστε και περί του πλέον αλλοκότου να μπορή κανείς να τον πείση, αλλ' αυτό έτσι αμέσως στερεά προσκολλάται εις τον νουν του, ώστε αλλοίμονον εις εκείνον που θελήση να το εξαλείψη και να το σβύση! 13 Αυγούστου.

Την στιγμήν εκείνην ήκουσα μέγαν θόρυβον έξω, δεξιόθεν του ναού, εις το μέρος όπου ήτο το παλαιόν κτίριον, το «στοιχειωμένον». Πάραυτα ήλθεν εις τον νουν μου η διήγησις της εξαδέλφης Μαχούλας. Έλαβον την λαμπάδα, και έτρεξα έξω της θύρας. Αύρα έπνεε ψυχρά, και ηπείλει να σβύση την λαμπάδα. Επειδή εδέησε να περιστεγάσω το φως διά της παλάμης, δεν έβλεπον τίποτε πέραν του τοίχου του ναού.

Ότε ο Αντίπατρος, τον οποίον είχεν αφήσει τοποτηρητήν του εις την Μακεδονίαν, τω έγραψεν εις την Ασίαν επιστολήν εκτεταμένην και πλήρη παραπόνων κατά της Ολυμπιάδος, ο Αλέξανδρος, αναγνούς την επιστολήν, είπε «δεν γνωρίζει ο Αντίπατρος ότι έν μόνον δάκρυον της μητρός μου αρκεί να σβύση μυρίας τοιαύτας επιστολάς

Τώρα λοιπόν ησύχασε, Νίκο, και κοιμήσου. — Πώς θέλεις να κοιμηθώ με αυτά τα κρανία απ' επάνω μου! — Όπως θέλεις, εγώ όμως θα κοιμηθώ. Εξεδύθην και έπεσα εις τα μαλακά στρώματα της σιδηράς κλίνης, ενώ ο Νίκος εξηπλώθη με τα ενδύματά του επί της κλίνης του, με απόφασιν να μη σβύση τον λύχνον και να περιμείνη ούτω την ανατολήν του ηλίου.

Και απ' ώρα σε ώρα επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.

Η σφαγή του πεφιλημένου Προδρόμου Του έφερε πλησιέστερον εις την ψυχήν Του την σκέψιν του θανάτου· ουδ' επλανάτο από την βραχείαν λάμψιν της προσκαίρου δημοτικότητος, την οποίαν κατά την επομένην ενόει να σβύση.