United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου.

Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου. Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. — Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.

Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. — Κ' εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη, — Κ' εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. — Φίλησέ μας! — Πάρε μας! — Ημείς τα κορίτσια σου! — Εσύ μας γέννησες, μας έκαμες! — Μας γέννησε . . . στον άλλο κόσμο, επρόσθεσε σαρκαστικώς η Ξενούλα. — Χόρεψέ μας! — Δώσε μας μαμ! — Κάμε μας νάνι! — Τραγούδα μας! — Καμάρωσέ μας!

Όλος ο λαός τον Συρακουσών αγανακτεί τότε και φρυάττει κατά της αισχράς προδοσίας του Φιντίου, βλέπων τον πέλεκυν του δημίου έτοιμον ήδη να πέση επί του αθώου τραχήλου του Δάμωνος. Ο δε τύραννος σαρκαστικώς μειδιά, εμπαίζων και την μωρίαν του Δάμωνος και την ψευδοφιλίαν του Φιντίου.

— Ή τουλάχιστον, εξηκολούθησεν ο Μανώλης ο Πολύχρονος, να μας δώσετε τώρα αμέσως απόδειξιν ότι ενδιαφέρεσθε ειλικρινώς και ολοψύχως, ο ένας σας υπέρ του ενός κόμματος, ο άλλος υπέρ του άλλου. — Παίρνω όρκο, είπεν υψών την χείρα ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ παίρνω όρκο, είπε και ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Οι όρκοι είνε σήμερα το φθηνότερο πράμμα, είπε σαρκαστικώς ο Μανώλης ο Πολύχρονος.

Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά.

Όλα τα περί εμέ μοι εφαίνοντο σαρκαστικώς γελώντα και επαναλαμβάνοντα προς εμέ το: Με ταις υγείαις σας! Παρά την αποβάθραν του ατμοπλοίου, με το φως του υπέρ αυτήν φανού επί του προσώπου της, επερίμενεν η Μάσιγγα ν' αποχαιρετισθώμεν. Η περιχαρής αυτής όψις, η παιδική προθυμία μεθ' ης έσπευσε προς εμέ εμαρτύρουν, ότι δεν μαντεύει τίποτε. Τίποτε εξ όσων συνέβησαν, εξ όσων την περιμένουν!