United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε απ' το πόδι τον αρπάει και στα νερά τον ρήχνει 120 να πάει το ρέμα, κι' έπειτα καμαρωμένος είπε «Τα ψάρια σύρε αφτού να βρεις, π' απ' την πληγή σου γύρω θα γλύφουν αίμα αξέγνιαστα.

Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.

Και παίρνει κι' ακουμπάει σταμνιά με μέλι και με λάδι 170 στο νεκροκράβατο. Έπειτα βαρβάτα τέσσερα άτια ρήχνει στενάζοντας βαριά μες στο σωρό των ξύλων. Εννιά 'χε ο βασιλιάς λαμπρούς του τραπεζιού του σκύλους· διο κι' από δάφτους έσφαξε.

Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.

Τους αλογάδες είχε ομπρός με τ' άλογα κι' αμάξα, και να φυλάν πισώστησε πολλή και διαλεγμένη πεζούρα, και τους αχαμνούς τους έρηξε στη μέση, που θεν δε θένε στανικώς να πολεμάν κι' εκείνοι. 300 Των αλογάδων στην αρχή τους ξήγαε να κρατάνε τ' άλογα, μες στην ταραχή μην τύχει και τους φύγουν. «Κι' ας μη ζητάει κανένας σας, απ' αξιοσύνη τάχα κι' αντριά, να πολεμάει μπροστά μονάχος απ' τους άλλους, μήτε ας κωλώνει· δύναμη θα χάνετε μονάχα. 305 Κι' όπιος μακριά απ' τ' αμάξι του κάνα άλλο αμάξι σμίξει, αφτός ας ρήχνει, τι πολύ καλύτερα συφέρνει.

Τότε ο Δυσσέας, βλέποντας το φίλο σκοτωμένο, ανάφτει, και τους μπροστινούς λαμπρά χαλκοπλισμένος 495 περνάει, και τρέχει στέκεται σιμά σιμά, και ρήχνει τηρώντας γύρω. Κώλωσαν οι Τρώες μόλις είδαν κάπιον που ρήχνει.

Κι' αφτός με το κοντάρι εφτύς το Λιόκριτο σκοτώνει, τ' Αρίσβα γιο κι' αγαπητό του Λυκομήδη φίλο. 345 Και σαν τον είδε πούπεσε, πικράθη ο Λυκομήδης, και τρέχει στέκει ολόκοντα και ρήχνει το λαμπρό όπλο, και τ' όπλο του τον Απισά κάτου χτυπά απ' τη σκέπη στο σκώτι, και τον προβοδάει, ένα άντρα πολεμάρχο, που πέρα απ' τη χοντρόσβωλη την Παιονιά 'χε φτάσει 350 κι' είταν στερνά απ' τον Αστροπιό το πιο γερό κοντάρι.

Τότες τηράει τον ουρανό και ρήχνει μια βλαστήμια «Δία, από σένα λέω θεό δεν έχει πιο γρουσούζη! 365 Είπα δα πως την απιστιά θα γδικιωθώ του Πάρη· μα δές! στα χέρια μούσπασε η σπάθα, κι' απ' τη χούφτα τίναξα τ' όπλο έτσι άδικα χωρίς νάν τον καρφώσω

Μα τόδε του Φυλέα ο γιος κι' ομπρός πηδάει και ρήχνει, 520 μα δεν τον πήρετι έκανε παρέκει, κι' ο Απόλλος του Πάνθου γιο δεν άφινε να πέσει εκεί στους πρώτουςΜον μες στα στήθια κάρφωσε τον Κροίσμο, που βροντώντας πέφτει βαρύς.