United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι.

Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος.

Μολαταύτα ο Βασιληάς εκήρυξε σ' όλη την Κορνουάλλη ότι εντός τριών ημερών, στον Πόρο του Κινδύνου, θάκανε συμβιβασμό με τη Βασίλισσα. Κυρίες και ιππότες, πλήθος, έτρεξαν για την τελετή. Όλοι επιθυμούσαν να ξαναϊδούν τη Βασίλισσα Ιζόλδη, όλοι την αγαπούσαν, εκτός από τους προδότες, τους τρεις που ζούσαν ακόμη.

Αλλά, ο γέρως ερημίτης φόρτωσε στο άλογο τα πλούσια υφάσματα και γύρισε κοντά στην Ιζόλδη: «Βασίλισσα τα ρούχα σας πέφτουν κουρέλια. Δεχθήτε αυτά τα δώρα, για νάσαστε πειο ώμορφη την ημέρα που θα πάτε στον Πόρο του Κινδύνου. Φοβούμαι μήπως δε σας αρέσουν, γιατί δεν έχω καθόλου πείρα σ' αυτά τα πράγματα».

Όσο για τον Τριστάνο, αφού σε τρεις ημέρες παράδινε τη Βασίλισσα στα χέρια του Βασιληά Μάρκου, στον Επικίνδυνο Πόρο, όφειλε ύστερα να περάση τη θάλασσα και να φύγη». «Θεέ! είπε ο Τριστάνος. Τι, πόνος να σε χάσω, φίλη! Είναι ανάγκη μολαταύτα, αφού μπορώ έτσι να σε γλυτώσω απ' όσα εξ αιτίας μου υπέφερες. Όταν θάρθη η στιγμή να χωριστούμε, θα σας χαρίσω ένα δώρο, εγγύησι της αγάπης μου.

Κάτου στα θεμέλια του πύργου, οπεκρεμώταν χοντρός κ' ισοκατέβατος, έκλειναν κάθε μπασιά κ' έφραζαν κάθε πόρο βατουλιώνες αδιάβατοι, που άπλωναν πέρα δώθε τους χλαμούς τους αγκαθερούς και θρεμένους.

Μα όταν στον πόρο φτάσανε τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, τ' ώριου ποτάμου πούκανε ο βροχοδότης Δίας, τότε ο Έρμης τους άφισε στον Έλυμπο να σύρει, και βγήκε η ρόδινη η αβγή τους κάμπους να φωτίσει. 695 Κι' εκείνοι οι διο με κλάματα και δάκρια προχωρούσαν κατά την Τρία με το νεκρό μες στο πανώριο κάρο.