United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προχωρώντας μέσα εις το νησί είδαμεν ξέμακρα μίαν μεγάλην οικοδομήν ωσάν παλάτιον, και όταν εφθάσαμεν εκεί το είδαμεν να είνε τω όντι εύμορφον οικοδομημένον παλάτιον του οποίου αι θύρες ήσαν μεγαλώτατες από πυξάριον σκαλιστές· όμως δεν εφαίνετο κανείς άνθρωπος εκεί· και εμβαίνοντας μέσα είδαμεν μίαν αυλήν ευρυχωροτάτην, και μίαν σκάλαν που ανέβαινεν εις τα ανώγεα του παλατίου, και περιτριγυρίζοντες εκείνην την αυλήν είδαμεν εις ένα μέρος ένα σωρόν κόκκαλα ανθρωπινά, και σουβλιά διά ψήσιμον· τότε εκαταλάβαμεν ότι η κακή μας τύχη μας ωδηγούσεν εκεί διά να εύρωμεν τον τελευταίον μας κίνδυνον, και βλέποντες αυτά εφοβήθημεν όλοι, μέχρι θανάτου·

Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν.

Μονάχος τότε εκίνησα Το δεξί δρόμο πήρα, Να ιδώ, να ιδώ πούθελα βγη, Πούθελα καταντήσει. Και προχωρώντας έφθασα Σε μαρμαρένια βρύση, Κι' αντίκρυ της υψόνονταν Μια χρυσωμένη θύρα.

Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις, κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες, 270 που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώνταςΕίπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια. Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίιδες, κι' εκείνοι οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε.

Τότε εκατάλαβα ότι ήσαν αγάλματα άψυχα και ακίνητα και ήσαν μεταμορφωμένα από ανθρώπους εις τόσους λίθους· και προχωρώντας μέσα εις την πολιτείαν, συναπαντούσα εις κάθε μέρος τοιούτους απολιθωμένους ανθρώπους κάθε τάξεως και ηλικίας, άνδρας, γυναίκας και παιδιά.

Προχωρώντας λοιπόν αυτοί οι καλόγεροι κάποτες ως την Κίνα παρατήρησαν κ' έμαθαν το μυστικό τω σκουληκιών, έμαθαν και τι λογής θρέφουνται. Άμα τάκουσε αυτό ο Ιουστινιανός συναγροικιέται με δυο καλόγερους και του φέρνουνε στα 551 αυγά σκουληκιώνε στην Πόλη. Ζέσταναν τ' αυγά με κοπριά και γεννήθηκαν τα σκουλήκια.

Κ’ εγώ όλα εκείνα ακούοντας, την Κορινθίαν γην φεύγω γλιγωρότερα όσο μπορούσα, τ’ άστρα πέρνοντας οδηγούς στο μισεμό μου° μη θέλοντας όσα κακά οι χρησμοί σ’ εμένα επρόβλεπαν να τελεσθούν, έφευγα πάντα. Και προχωρώντας έφθασα στον τόπο εκείνον που λες ότι εσκοτώθηκεν ο άναξ της Θήβας. Και θα σου πω βασίλισσα την πάσα αλήθεια.

Τότε το μεγαλύτερον Φίλι, ήγουν Ελέφαντας, με την προβοσκίδα του, ήγουν με την μακράν του μύτην, αγκάλιασε το δένδρον, εις το οποίον ήμουν υψηλά, και σείοντάς το ισχυρά το εξερίζωσε και έπεσε το δένδρον, ομού και εγώ κατά γης ημιθανής· το ζώον εκείνο αντί να με θανατώση ως έτρεμα, με εσήκωσε με την προβοσκίδα του και ρίχνοντάς με εις τες πλάτες του ημιθανή, εκίνησεν έμπροσθεν των άλλων εις το δάσος, και προχωρώντας έως που έφθασεν εις ένα λόφον υψηλόν, εκεί με άφησε, και ανεχώρησεν εκείνο με όλην του την αγέλην που το ακολουθούσεν.