United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά καιτην απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστατα βουνά και τάρματα πετάει Καιτης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.

Πού είναι η ζημία, και πού η προδοσία; Δεν επρόσθεσα στην Ελλάδα, που είναι ο ομφαλός του Ελληνισμού, τα Γιάννενα, τη Βέροια, τα Ψαρά, τη Χίο, τη Νιάουσα, τους Άγιους Σαράντα; κτλ κτλ. Και αλήθεια προδοσία δεν υπάρχει. Μα η ελαφρομυαλιά, η ασύγκριτη, είναι κάτι αξιοθαύμαστο.

Παλικαράς όντας κι αγαπημένος από τους παλιούς του συντρόφους, μόλις τους φώναξε να παρατηθούν από την προδοσία και τους μαλάκωσε. Παίρνει τότες την αρχηγία του στρατού ο γέρος ο Ορβέτιος, παλιός στρατηγός του Μεγάλου Κωσταντίνου, κ' ύστερ' από μερικά τσουγκρίσματα με τους συνωμότες απόμεινε ο Προκόπιος ολομόναχος.

Παρεκτός δε τούτου, του εφαίνετο και ως, τρόπον τινά, προδοσία το να ανακοινώση εις αυτόν τα απόρρητα της καρδίας του, αφού άπαξ εις άλλην ψυχήν τα ενεπιστεύθη. Ο Κ. Πλατέας παρετήρησε τον δισταγμόν, αλλά τον απέδωκεν εις την συγκίνησιν του φίλου του. Μετά τινα σιωπήν, βλέπων ότι η εξομολόγησις δεν ήρχετο αφ' εαυτής, ηθέλησε να την προκαλέση δι' ερωτήσεων.

Είπε πώς είχε πιή στη θάλασσα την αγάπη και το θάνατο. Είπε την προδοσία των βαρώνων και του νάνου. Είπε πώς ωδηγήθη η Βασίλισσα στην πυρά, πώς παρεδόθη στους λεπρούς, και της αγάπες τους στο μεγάλο άγριο δάσος. Πώς την είχε παραδώσει στο Βασιληά Μάρκο. Και πώς, αφού έφυγε μακρυά της, θέλησε ν' αγαπήση την Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια.

Α! ποιος θάβανε ποτέ με το νου του τέτοια προδοσία. Τη νύχτα, σαν απόφαγε ο Βασιλιάς και οι άνθρωποι του κοιμήθηκαν στην αίθουσα που ήτανε κολλητά στη δική του, ο Τριστάνος, κατά τη συνήθειά του, ήρθε στο δωμάτιο του Βασιληά Μάρκου. «Ωραίε ανηψιέ, κάνετε το θέλημά μου: την αυγή θα καβαλήστε και θα πάτε στο Καρδουέλ αυτή την επιστολή στο Βασιληά Αρθούρο, να την ανοίξη μπροστά σας.

ΑΝΤΩΝ. Ξεσπάθωσε σύγχρονα και συ, και άμα σηκώσω το χέρι μου, κάμε και συ το ίδιο, και κτύπησε τον Γονζάλο. ΣΕΒΑΣΤ. Στάσου! ένα λόγο μοναχά. Μουσική. Ο ΑΡΙΕΛ μεταμπαίνει αόρατος. Τραγουδάει στο αυτί του ΓΟΝΖΑΛΟΥ. Ενώ κοιμάσ' αμέριμνα, Καιρό δεν χάνει η άγρυπνη Κοντά σου η Προδοσιά. Αν θέλης τη ζωούλα σου, Διώξε τον ύπνο, πρόσεχε. Σήκω, σου λέω, γοργά. ΑΝΤΩΝ. Λοιπόν γλήγορα κ' οι δύο.

Ο Βασιληάς με μισεί, δεν ξέρω για ποιο λόγο, σεις τον ξέρετε ίσως. Ποίος άλλος θα μπορούσε να μαλακώση το θυμό του, εκτός από σας, ω τιμιωτάτη Βασίλισσα, ευγενική Ιζόλδη, που μοναχά σε σας εμπιστεύεται η καρδιά του; — Αλήθεια, άρχοντα Τριστάνε, δεν ξέρετε ότι μας υποπτεύεται και τους δυο; Και για ποία προδοσία!

ΚΟΡΝ. Το βλέπω τώρα, ότι δεν ήτο μόνον η φυσική του αδελφού σου κακοήθεια, εάν ηθέλησε να σκοτώση τον πατέρα του. Η κακία του πατρός σου του έδωκεν αφορμήν. ΕΔΜ. Πώς με κατατρέχει η τύχη! Να μετανοώ, διότι κάμνω εκείνο, το οποίον έχω χρέος να κάμω!... Ιδού το γράμμα, οπού μου έλεγε. Αυτό αποδεικνύει, ότι είναι συνεννοημένος και σύμφωνος με τον Γάλλον. Ω θεοί! Ας μην εγίνετο η προδοσία αύτη.

Και η καταστροφή επέρχεται· η περιμενομένη αφορμή επαρουσιάσθη· ένα νέον κακούργημα, μία νέα προδοσία του δολοφόνου, του αιμομίκτου, του κατηραμένου Βασιλέως επιβάλλει εις τον Αμλέτον, ως ήθελεν αναγκάση οιονδήποτε άλλον άνθρωπον, να τον τιμωρήση εις τον τόπον.