United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η δε Ιωάννα, ζαλισθείσα υπό του οίνου και των κραυγών των περί αυτήν καλογήρων, οίτινες εδίδασκον ήδη τα πινάκια να χορεύωσι και τα ποτήρια να πετώσιν, ηγέρθη ησύχως και εξήλθε της Επισκοπής, ακολουθούμενη υπό του πιστού Φρουμεντίου.

Κ' επλήρωσε μικρά ποτήρια εκ του αποσταλέντος υπό του πλοιάρχου ποτού. Ήσαν εκεί γύρω και άλλοι ακόμα, όλοι οι ναύται, εννέα εν όλω. Ήτο ο Γρούτσος, με τας χονδράς του χείρας, αθλητικώτατος, κρυωμένος ολίγον και βήχων. Ήτο ο μπάρμπα-Γιαννιός, αγαπών να κάμνη τον φραντσέζον, με το τσιμπουκάκι του πάντοτε εις το στόμα.

ΖΗΝ. Τι λοιπόν έγινε; Διότι μαντεύω ότι συνέβη κάτι πολύ παράδοξον. ΚΑΛ. Αφού λοιπόν ελούσθημεν και εκαθήσαμεν εις το τραπέζι, ο υπηρέτης ο οποίος είχεν ήδη έτοιμα δύο ποτήρια έδωκε το μεν ένα το οποίον περιείχε το δηλητήριον εις τον Πτοιόδωρον, το δε άλλο εις εμέ.

Αλλά την στιγμήν που έκανα προπόσεις με χρυσά ποτήρια για καθένα από τους παρόντας και οι υπηρέται έφερναν το γλύκυσμα, έκραξες και μας έκανες άνω κάτω το συμπόσιον, αναποδογύρισες τα τραπέζια και όλα εκείνα τα πλούτη διελύθησαν ως όνειρον. Βλέπεις λοιπόν ότι δεν εθύμωσα εναντίον σου άδικα. Και τρεις νύκτες αν διαρκούσε αυτό το όνειρο, θα το έβλεπα ευχαρίστως.

Ώστε ο νους μου ο περιδεής συνήλθε πλέον τέλεον. Επείσθην ότι ευρισκόμην εν τη ζωή, εν ώρα μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως. Αλλ' ο κυρ-Στρατής, εύρων καιρόν, οπού ημείς αφηρέθημεν πλέον εν τη θεία ωδή, εξηκολούθει να πίνη, το έν κατόπιν του άλλου κενών τα ποτήρια. Του άνοιξε και η όρεξις.

Κι' οι άλλοι μόλις έφτασαν στου βασιλιά Αγαμέμνου, όλοι τους όρθιοι με χρυσά ποτήρια τους κερνούσαν 670 οι πρόκριτοι άλλος απ' αλλού και γύρεβαν να μάθουν. Και πρώτος ο αφέντης γιος τους αρωτάει τ' Ατρέα «Έλα, Δυσσέα ξακουστέ, των Αχαιώνε αθέρα, πες μου, Τι, θέλει απ' τη φωτιά να σώσει τα καράβια, ή όχι κι' η περήφανη καρδιά του βράζει πάντα675

Έτσι τους είπε, κι' οι λοιποί ζητωκραβγάνε Αργίτες. Και στο χρυσόστρωτο οι θεοί τον πύργο με το Δία κάθουνταν κι' είχανε βουλή, και τους κερνούσε γύρω νεχτάρι η Ήβα· κι' οι θεοί με τα χρυσά ποτήρια ένας τον άλλο φίλεβε, κατά την Τρια τηρώντας.

Ούτως ειπούσα η δύσφημος, Χύνει, από δύο ποτήρια Αίμα και πορφυρίζονται Πάντες οι ουράνιοι κάμποι, Η γη και η νήσοι. Ελύθη, ελύθη ως όνειρον Το φάσμα. Καθαρώτατος Ο αέρας καταβαίνει Και δροσίζει τα χείλη μου, Και την ψυχήν μου. Ω Ελλάς! — ω πατρίς μου! Ελπίδων γλυκυτάτων Μήτηρ! σε βλέπω ακόμα Ζώσαν και μαχομένην, Και αναλαμβάνω.

Και ηρξάμεθα του δείπνου, τα μάλα φαιδροί, αναμένοντες εν τέλει και μολπήν . Μόνον αμφίπολοι έλειπον και δμωαί καλαί, ίνα το δείπνον μας μεταβληθή εις ομηρικόν τέλειον. — Αυτά τα Χριστούγεννα, κανένας δεσπότης δεν θα μας τα κόψη, επανέλαβεν ο κυρ-Στρατής, πληρών τα ποτήρια εκ της δεξιάς χιλιάρικης πρώτον, διά το καλόν.

Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως ποιητικώτατα, αλλ' εις το δείπνον είχα φάγη πολλήν παλαμίδα, την οποίαν επότισα, ως βαρυστόμαχον, με δυο ή τρία ποτήρια γλυκού οίνου της Κέας.