United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.

Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν σημαίες, πορφύρα βασιλική και ατίμητη και άστραφτε στον ήλιο των κανονιών το ατσάλι κ' εγελούσαν ειρηνικά οι οβίδες στημένες πυραμίδα και ηχολογούσαν οι σάλπιγγες κ' εκοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες τα φέσια των στρατιωτών και οι λόγχες τους εσπιθοβόλουν, κρίνα δροσολουσμένα πέρα στο βουνό. Χαρά και αγαλλίασι και θρίαμβο δόξας ετραγουδούσεν η γη και το στερέωμα.

Τάστειλε αυτά ο Ιουστινιανός στους χριστιανούς των Άγιων Τόπων. Κατόπι από τα λάφυρα εκείνα πέρασαν ατέλειωτες σειρές σκλαβωμένοι Βαντάλοι, όμορφοι κι αψηλόκορμοι άντρες, τέλος κι ο ίδιος ο Γελιμέρος φορεμένος πορφύρα. Ο Βελισάριος πέρασε περπατώντας μαζί με τους πολεμιστάδες του.

Άλλοι κρατάνε νιπτήρες χρυσούς, άλλοι προσόψια, άλλοι τα λινά φορέματα, που ο Γαλέριος φορεί μέσα στα δωμάτιά του, μερικοί πλησιάζουν να του βγάλουν τη μενεξελιά πορφύρα. Ένας ευνούχος, αράπης ολόγυμνος, τον αερίζει κοιμισμένα με μακρύ ριπίδι από φτερά παγωνιού. ΓαλέριοςΤρόφιμοςΚουβικουλάριοιΑράπης. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Ουφ! κουράσθηκα!

Έντυσε τα παιδιά της με παράξενα ρούχα και μάσκες κι όταν αυτή έδωκε το σύνθημα, ο αρχαίος κόσμος εσηκώθη από το μαρμαρένιο του τάφο. Νέος Καίσαρ εβάδισε υπερήφανα διαμέσου των δρόμων της αναστημένης Ρώμης και με πορφυρά πανιά και κώπες κινούμενες στο ρυθμό του αυλού άλλη Κλεοπάτρα πέρασε τον ποταμό κατά πάνω προς την Αντιόχεια.

Στο μακρινό του όμως εκείνο ταξίδι Θεός το ξέρει πόσοι εχτροί τον τριγύριζαν... Στάλθηκε αμέσως στην Πόλη το λείψανο. Προβγήκε και το προαπάντησε η χήρα του η Χαριτώ, που της έμνησκε ένα του τέκνο, μωρό παιδί ακόμα, που αν και καμωμένο από τότες «Νομπιλίσσιμος», δεν είτανε γραφτό του να φορέση πορφύρα.

Βγήκαν παραβλάσταρα στον τόπο της, έγιναν κι απ' αυτά μερικά μεγάλα Κράτη, μα η καθαυτό Ρώμη δε ζούσε. Και δε ζούσε, γιατί μήτε πόρους δεν είχε στα γερατειά της, μήτ' έθνος εφτάψυχο περίγυρά της, μήτ' άλλα φυσικά προσόντα να τη θρέφουνε και να τη διαφεντεύουν, καθώς διαφέντευαν τη θετή της κόρη, την Κωσταντινούπολη. Γερμανός βασιλέας τη σαβάνωσε με την πορφύρα του στα 476, ο Οδοάκερος.

Αιθέριε! — Και αυτός στο άρμα το χρυσό, που το τραβούσαν τέσσερις ελέφαντες λευκοί, φορούσε τη μενεξελιά πορφύρα, φτειασιδωμένος κι' όλος μέσ' στα μύρα, Πότε κυττάζοντας εδώ, πότε κυττάζοντας εκεί και με καμάρι περισσό, δεχόμενος της πόλης τα ευχαριστήρια, για τα περίτρανα της Ρώμης νικητήρια. Στα μπράτσα του, χονδρά βραχιόλια είχε περασμένα με λαμπερά πετράδια και μαργάρους στολισμένα.

Ο ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει τας ροδίνας αυτού παρειάς, εφ' ων επήνθει ο χνους της παιδικής ηλικίας, η δε ουλόθριξ και ξανθή αυτού κόμη, ηπλωμένη ατάκτως περί τον τρυφερόν αυτού τράχηλον, έστιλβε χρυσίζουσα υπό το τρέμον φως του προδότου λύχνου· τα πορφυρά του χείλη έφερον έτι τον υγρόν τύπον των φιλημάτων της Ψυχής, και προετείνοντο άπληστα, ωσεί νέον ποθούντα ασπασμόν.

Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;