United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια 'μέρα αγνάντιατο νησί ακούστηκαν τουφέκια, Φωναίς πολλαίς, αλαλαγμός, σάλπιγκες, τουμπελέκια· Εσκότωσαν το γέρω Αλή. Πήραν το κάστρο απάνου. Πήρανε και τα Γιάννινα τ' ασκέρια του Σουλτάνου.

Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε·Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι.

Μετά την ανωτέρω εξομολόγησιν πολλαίς βραδειαίς ο παπά-Κονόμος απέμεινεν αγρυπνών ολομόναχος, έως την αυγήν, εις τον ναΐσκον, προσδοκών και αυτός πλέον να ίδη έστω και εις οπτασίαν, την προσφιλή του Κουκκίτσαν. Αλλ' εις μάτην ηγρύπνει· και ως προς μεν την περιποίησιν του ναΐσκου και το άναμμα των κανδηλίων επείσθη ότι ήτο πλάνη του βοσκού, τον οποίον απεκάλει ελαφροαΐσκιωτον.

Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα, μα τα προκόψαμε! — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε.

Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.

ΧΙΟΣ. Εν ηξεύρω τίποτες, να σας χαρώ, κ' εγώ κοιμούμενε, και ήγλεπα ς' τ' όνειρό μου που πμλεχτήκανε ο Κρητικός με τον Αρβανίτηήκουσα και το βρόντος του πιστολιού μα ίντα να κάμω σαν γλυκοκοιμούμουνε; ΑΣΤ. Όμορφο ύπνο έκαμες και συοι άνθρωποι σκοτωνούντανε, και συ κυμούσανεμοιάζει από ταις πολλαίς κομφετέρους, γλυκάθηκες και στον ύπνο σου.

Όπου εφώλευεν ο Λέων Απεδιώχθη με την βία Κη έλαμψε η Ελευθερία Με πανήγυρες πολλαίς. Εις εσένα, ω Γεντίλλη, Τα Νησιά κρατούν και χαίρουν Και σου τάζουν ν' αναφέρουν Πανταχού ταις αρεταίς. Τσ' αρεταίς σου, ω Γεντίλλη, Τα Νησία θα υμνήσουν, Πανταχού θέλει τιμήσουν Με περίφημαις ωδαίς. Την ανάστασιν του Γένους Σταθερά να μας αφήσης Και να μην εγκαταλείψης Τους λαούς εδώ ποτέ·

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, 165 την γενεά να μ' ερωτάς δεν θέλει παύσης πλέον· θα σου την είπω, αν και μ' αυτό ταις λύπαις μου θ' αυξήσης. του ανθρώπου ο τρόπος είναι αυτός, οπότε απ' την πατρίδα τόσους καιρούς είναι μακράν, όσο εγώ λείπω τώρα, και εις πολλαίς χώραις των θνητών θλιμμένος παραδέρνω. 170 και όμως εκείνο θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. υπάρχει γη καταμεσής του σκοτεινού πελάγου, η Κρήτη, ωραία, κάρπιμη, περίβρεκτη, και μέσα είν' άνθρωποι αναρίθμητοι και πόλες ενενήντα. και γλώσσαις είν' όσοι λαοί· γένη Αχαιών ο τόπος 175 και Αυτοκρήτων ψυχερών μέσ' έχει και Κυδώνων και Δωριέων τριγενών και Πελασγών των θείων· κ' είν' η Κνωσός, πόλις τρανή, 'που ο Μίνως, του μεγάλου του Δία συνομιλητής, βασίλευ' έτη εννέα, του θείου Δευκαλίωνα πατέρας, του πατρός μου, 180 'που εμέ και τον πολέμαρχον γέννησ' Ιδομενέα.

Έτζι είναι, είπ' ο Λογιότατος. πολλαίς φοραίς ωστόσο μας ενοχλούν και πράγματα, οπού δεν δυνόμεστε να τ' αποδιόξωμεν, επειδή κι' η απόλαψη τους θελά σχημάτιζε το κυριώτερο μέρος της ευτυχίας μας, και της ευτυχίας των άλλων. Και σαν τι πράμματα είναι αυτά, οπού μας ενοχλούν, και μας προξενούν στον ίδιον καιρόν ευτυχίαν; ερώτησε ο Γέροντας.

Νέαις είνε πολλαίς εδώ μέσα, είπεν ο Τρέκλας παρωδών. — Δεν σ' ερωτώ δι' αυταίς που είνε εξ αρχής. Καμμίαν ξένην είδες; — Μου φαίνεται. — Την είδες λοιπόν; — Δεν ενθυμούμαι καλά. — Είνε ολίγαις ημέραις, δεν είν' έτσι; — Σαν να μου φαίνεται. — Και αυτή ευρίσκεται ακόμη εις το μοναστήρι; — Πιστεύω. — Εμβαίνεις μέσα κάθε μέρα; — Κάθε μήνα. — Θα την έχουν κλεισμένην, βέβαια. — Κλεισμένην;