United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλημμύρισε η χώρα τριγύρω. Νισιβιώτες ξεπατρισμένους, ο καθένας κουβαλώντας και κάτι πολύτιμό του. Πήγαν και καταστάλαξαν οι πιώτεροι στην Άμιδα της Μεσοποταμίας. Ξεκίνησε ο Ιοβιανός κατά την Αντιόχεια με μεγάλη παράταξη. Στο δρόμο αυτόν επάνω έγινε κι ο ενταφιασμός του Ιουλιανού, καθώς είπαμε, στην Ταρσό της Κιλικίας.

Έπειτα όταν ξαναπλέαμε όξω με το νυχτερινό αεράκι, μου πλημμύρισε την ψυχή με άρρωστη θλίψη μια προαίστηση, μια προαίστηση εκείνου, που δεν πίστευα πως θα γίνη ποτέ. Κοίταζα προς το μέρος της βάρκας εκεί που είτανε καθισμένη η Έλσα. Μου φάνηκε πως το μέρος είταν άδειο και πως έπλεα μόνος σε ασάλευτα νερά, που είχαν όψη αλλιώτικη από κείνη που τους δίνει το ημερινό φως.

Ήρθαν οι άρπαγες του Άκρατου και του Κρατίνα, που από τους Δελφούς μονάχα κουβάλησαν πεντακόσα αριστουργήματα. Πήγε να ρημωθή η Ελλάδα, και πλημμύρισε η Ρώμη αθάνατα έργακαι το χερώτερο, πολλά τους κολοβωμένα με βαρβαρικές αλλαγές.

Τεχνίτης δεν την έχει φτειασμένη. Την έφτειαξα εγώ ο ταπεινότατος δούλος σου, απατός μου. Πενήντα χρόνια τη δούλευα. Από κείνη την αξέχαστη τη βραδιά είναι που βάλθηκα να σου το τοιμάσω αυτό το δώρο, κ' έρχουμαι τώρα να σου το προσφέρω· δέξου το. Είναι ζυμωμένο με της καρδιάς μου το αίμα. Αυτό το αίμα δεν πρόφταξε να χυθή στο μεγάλο το ποτάμι που πλημμύρισε το Βασίλειό σου.

Πρόσμεναν ύστερα οι Εθνικοί να στερέψη ή να πλημμυρίση ο Νείλος, να χαλάση ο κόσμος. Πλημμύρισε ο Νείλος, είναι αλήθεια· μα κατέβηκε πάλι, αφού καλοπότισε τα χωράφια. Κ' έτσι κατάντησαν οι Εθνικοί της Αφρικής και της Ανατολής σαν είδος Εβραίοι και χερότεροι, αφού μήτε δικούς τους πια ναούς δεν είχαν, παρά σέρνανε και πηγαίνανε στις εξοχές κ' έκαμναν κάτω από δέντρα τις τελετές τους.

Ακριβώς το συγκινητικά συνηθισμένο της ιστορίας αυτής με τις διάφορες ασήμαντες λεπτομέρειες κατασύντριψε τους ξένους· γύμνωσε τα όνειρά μας από τη λαμπράδα της χίμαιρας και μας πλημμύρισε με σιωπηλή μελαγχολία.

Πατρίδα, χρυσή αγαπητικιά μου! καμιά χώρα δεν έχει τα κάλλη σου, την αγήρατη νιότη σου! Σε πλημμύρισε το αίμα, σε ρήμαξαν αμέτρητες συφορές, και συ ως τόσο ακόμα χαμογελάς, καθώς όταν ένας Πραξιτέλης σε κοίταζε, και χάραζε όλη σου τη ζωή και τη χάρη απάνω στα ψυχρά σου τα μάρμαρα.

Τόννοιωσε ο Κωσταντίνος πως το χριστιανικό στοιχείο μεγάλωνε και δυνάμωνε, και πως ταρχαίο ξέπεφτε και μαραίνουνταν. Έδειξε λοιπό σπάνια πολιτική φρονιμάδα και τόλμη σαν άκουσε στην αμηχανία του απάνω τα λόγια της μάννας του και κηρύχτηκε προστάτης του νέου στοιχείου. Μια και πάρθηκε η απόφαση, ξεκίνησε το στράτεμά του μ' ελπίδα και με θάρρος, και πλημμύρισε τα βορεινά της Ιταλίας.

Είδες πώς φαίνεται λυπημένο; — Μα γιατί το γύρισε πίσω; τον ξαναρώτησα. — Κ' εσύ γιατί γύρισες; μ' ερώτησε πάλι. — Κ' εγώ δεν ξέρω. Μήπως το ξέρεις εσύ; Ο παραλυτικός αναστέναξε. — Δεν ξέρω τίποτε. Ξέρω πως τα πόδια μου είναι λυμένα.... Εγώ ακολούθησα πάλι τον κόσμο στη μεγάλη στράτα. Ένα παράπονο, χωρίς να το καταλάβω, πλημμύρισε τα στήθη μου.