United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια πας στην άλλη μαζευότανε στον αναγαλλιασμένο του νου οι παλιές οι ιστορίες, τα παλιά τα γλέντια, τα περασμένα τα πρόσωπα και τα πράματα, που κάθε κύμα έλεγες και τα τραγούδαγε με το γλυκό του μουρμουρητό, εκεί που πλαγιασμένος τώρα στον ήλιο μισοάνοιγε κάθε λίγο ταδυνατισμενα του μάτια να τις δη άλλη μια και να τις χύση μες στη ψυχή του τις ανάλλαγες, τις αγέραστες ομορφιές της πατρίδας του.

Σύρε να ιδής τον αδερφό σου . . . σε θέλει. Ο Στάθης ήτον πλαγιασμένος, επήρε έναν ύπνον, και αργοπόρησε. Μετ' ολίγον η Ασημήνα, έτρεξε κ' εφώναξε την νύμφην της·Γερακίνα, πού είν' ο Στάθης; Μην κοιμάται; . . . Δεν είνε καλά ο Θανάσης· πες του να φθάση γλήγορα! Ολίγω ύστερον, ήλθεν η Μαργαρώ, η άλλη ύπανδρος αδελφή. — Στάθη! τρέξε γλήγορα! . . . πεθαίνει ο Θανάσης! . . .

Όχι, όνειρο δεν είταν, όνειρο δεν μπορεί να είταν. Άξαφνα τη βλέπω, σαν που τη βλέπω ακόμη και τώρασαν που τα βλέπω ταναθεματισμένα αφτά τα ντουβάριαβλέπω το κάτασπρό της, τολόχρυσό της το κορμίκαι κείνος, Εκείνος, κοντά της, πλάγι της πλαγιασμένος εκεί απάνω, στην κάμερή της! Ορμώ στην κάμερή της απάνω.

Είπε, και αυτοίτην προσταγήν υπάκουσαν κ' επήγαν·τον θάλαμο τον εύρηκαν χωρίς να τους νοήση· εκείνος ζητούσ' άρματατο βάθος του θαλάμου, 180 και αυτοίτα πλάγια στάθηκαν της θύρας κ' εκαρτέρουν, και ως πάτησ' ο γιδοβοσκός Μελάνθιος το κατώφλι,— καιτο 'να χέρ' είχε λαμπρό περίκρανο, πλατείαν εις τ' άλλο ασπίδα παλαιάν, και μουχλαραχνιασμένην, οπ' ο Λαέρτης ήρωας φορούσ' ότ' ήτο αγόρι, 185 ριμμένην τώρα, και η ραφαίς λυθήκαν των λουριών της,— επάνω τ' ώρμησαν οι δυο και απ' τα μαλλιά τον σύραν μέσα, και χάμαι βρόντησαν τον κατατρομασμένον. χέρια και πόδια του 'δεσαν αντάμ', αφού με τρόπον σκληρόν τα οπισθογύρισαν, ως ο Λαερτιάδης 190 επρόσταξ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας και, αφού σχοινί του πέρασαν, 'ς την κορυφή του στύλου τον ανεβάσαν υψηλά τα πατερά να εγγίξη. και του 'πες με περίγελον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· «Τώρ', ως σου πρέπει, μαλακά, Μελάνθιε, πλαγιασμένος 195 θα ολονυκτήσης έξυπνος, και δεν θα σε ξαφνίση ερχόμεν' η χρυσόθρονη του όρθρου θυγατέρα απ' ταις ροαίς του Ωκεανού, την ώρα 'που συ φέρνεις τα ερίφια μες τα δώματα να φάγουν οι μνηστήρες».

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τόσον πολύ ανάποδα τα πράγματα μας ήλθαν, ώστε δεν ηύραμεν καιρόν την κόρην μας ακόμη να την προδιαθέσωμεν. Πολύ τον αγαπούσε τον μαύρον της εξάδελφον. Κ' εγώ τον αγαπούσα. Πλην τι να γείνη; Όλους μας το χώμα θα μας φάγη! Θα ήναι ‘ς το κρεββάτι της εκείνη· είν' εξώρας· και την αλήθειαν να σου 'πώ, εάν κ' εγώ δεν είχα την συντροφιάν σου, προ πολλού θα ήμουν πλαγιασμένος.

Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.

Αλλά συ άμα ενόησες ότι ήμουν αφωσιωμένη και πέθαινα για σένα, πότε με την Λύκαινα έπαιζες μπροστά μου, για να με σκάζης, πότε, ενώ ήσουν πλαγιασμένος μαζή μου, επαινούσες την αρπίστριον Μαγίδιον. Εγώ δε έκλαια, γιατί ενοούσα ότι τα έκανες αυτά για να με βρίζης.

Ο μεν Πρόδικος λοιπόν ήτον ακόμη πλαγιασμένος, τυλιγμένος μέσα εις μερικά δέρματα και σκεπάσματα παρά πολλά, καθώς εφαίνετο δε, εκάθηντο πλησίον εις αυτόν επάνω εις τα πλησίον κρεββάτια ο Παυσανίας από το προάστειον των Κεραμέων και μαζί με αυτόν ένα νέον ακόμη παιδάριον, καθώς εγώ νομίζω, φυσικά εύμορφον και αγαθόν και κατά την όψιν παρά πολύ ωραίον.