United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάντησε, έχω δίκιο;», επανέλαβε ταρακουνώντας τον από τους ώμους. «Θυμάσαι τι λέγαμε στο κτηματάκι; Εγώ το θυμάμαι πάνα και γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: ο Έφις κι εγώ είμαστε δυο δυστυχισμένοι, αλλά είμαστε πραγματικοί άντρες και οι δυο, περισσότερο και από τον θείο Πιέτρο και από τον Μιλέζο, βέβαια!

Ξέρεις τι έγινε την τελευταία φορά που ήρθα; Εγώ της έλεγα: «Παντρευτείτε, θεία Νοέμι∙ ο θείος Πιέτρο είναι πλούσιος, σας αγαπά, θα σας κάνει ευτυχισμένη». Εκείνη με κοίταζε με περιφρόνηση κι εγώ καταλάβαινα καλά πως δεν θα το αποφάσιζε ποτέ. Λοιπόν Έφις, άκουνα μιλάμε χαμηλόφωνα, να μην μας ακούειθυμήθηκα τη συμβουλή σου.

Ο θείος Πιέτρο; Τι είναι ο θείος Πιέτρο; Άφησε τις θείες να υποφέρουν τόσα χρόνια μόνες, μέσα στη φτώχεια και στην καταφρόνια όλου του χωριού, και τώρα κι αυτός πιστεύει πως κάνει καλό επειδή θέλει να παντρευτεί τη Νοέμι! Το κάνει επειδή η γυναίκα τού αρέσει σαν γυναίκα, όπως σ΄ εμένα αρέσει η Γκριζέντα, και τίποτε περισσότερο. Αγάπη είναι αυτή, συμπόνια; Κι εκείνη καλά κάνει που δεν τον θέλει.

Εγώ είμαι φίλος με όλους, γιατί να μην είμαι και με το θείο Πιέτρο; Οι θείες όμως ξέρουν ότι εκείνος θέλει ν’ αγοράσει το κτηματάκι. Τι φταίω εγώ; Μήπως εγώ θέλω να το πουλήσω;» «Κανείς δεν θέλει να το πουλήσει. Γιατί να μιλάμε γι’ αυτά τα πράγματα; Εσύ όμως, ψυχή μου, εσύ…. εσύ προχθές το βράδυ έλεγες το ένα, έλεγες το άλλο: έταζες τον ουρανό με τ’ άστρα, για να κάνεις ευτυχισμένες τις θείες σου.

Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.

Καλά κάνει! Τη συμμερίζομαι! Η πραγματική αγάπη ήταν η δική σου για εκείνες και αν είναι κάποιος που θα έπρεπε να αγαπούν και να παντρευτούν, ναι, το λέω, είσαι εσύ και όχι ο θείος Πιέτρο…. Κι όμως σε πέταξαν έξω σαν ένα γέρικο σκυλί, τώρα που δεν μπορείς να τους προσφέρεις τίποτε. Και όμως εσύ τις αγαπάς περισσότερο γι’ αυτό, επειδή η καρδιά σου είναι η καρδιά ενός πραγματικού ανθρώπου.

Την κοίταζε λίγο κουρασμένος και νυσταγμένος, κι εκείνη, μαύρη φιγούρα με φόντο το λαμπερό ακόμη παράθυρο, με τα πυκνά μαλλιά και τα μικρά χέρια ακουμπισμένα στο φτωχικό τραπέζι, πρέπει να του θύμιζε τις νοσταλγικές διηγήσεις της μητέρας του, επειδή άρχισε να ρωτάει για πρόσωπα του χωριού που είχαν πεθάνει ή που δεν ενδιέφεραν καθόλου την Νοέμι. «Ο θείος Πιέτρο; Πώς είναι αυτός ο θείος Πιέτρο; Είναι ο πλουσιότερος, ε; Πόσα μπορεί να έχει;» «Είναι πλούσιος, βέβαια, αλλά είναι ένας στριμμένος!

Δεν μπορούμε να κανονίσουμε τη μοίρα μας», παραδέχτηκε ο Έφις. «Νομίζεις ότι θα είναι ευτυχισμένη εάν παντρευτεί το θείο Πιέτρο; Δεν φτάνει το ψωμί για να μας κάνει ευτυχισμένους, τώρα το καταλαβαίνω κι εγώ…. Χρειάζονται και άλλα!» «Εσύ όμως, πες μου, εσύ…» «Εγώ;» «Ναι, εσύ, το ήξερες;» «Τι να σου πω; Ένας άντρας τα καταλαβαίνει πάντα αυτά τα πράγματα.

Έφτασε να μου πει: με τα λεφτά σου, εάν έχεις, αγόρασε άλλο ένα ακορντεόν στην Γκριζέντα. Είναι κακό, Έφις, που πηγαίνω στο σπίτι εκείνης της κοπέλας; Πού αλλού να πάω; Ο θείος Πιέτρο με πηγαίνει στο καπηλειό, αλλά εμένα δεν μου αρέσει το κρασί, το ξέρεις. Πάω εκεί, στο σπίτι της κοπέλας, επειδή είναι καλή και η γριά λέει διασκεδαστικά πράγματα. Πού είναι το κακό; Πες μου, πες μου

Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.