United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτε λαλίτσα νυχτοπουλιού, ούτε ήχος φλογέρας. Ουδέ βάδισμα σκύλου, ουδ' αγωγιάτη σαλαγή, ουδέ κυπρί ζώου δεν αγροικάτο. Ο λογισμός μου πέταγε ελεύθερος, ανέμποδος και γοργός στ' άπειρο τ' αψήλου κ' εδροσολογιέταν μέσα στα μυστικά κάλλια της σεληνοφώτιστης νύχτας. Κάποτε κάποτε μούρχετο και να σηκωθώ, να πεταχτώ όξω από το μοναστήρι και να χωθώ μέσα στα ρουμάνια του, να μονιάσω σαν το θεριό.

Δεν σου λέγω, . . . αλλά ήθελα να τελειώσω μίαν ώραν αρχήτερα. Δεν ηξεύρει κανείς, τι ημπορεί να συμβή. — Τι θα συμβή; Αι ομολογίαι είνε κατατιθειμέναι, λέγουν τα γραμμάτια, εις το τραπεζιτικόν κατάστημα του κ. Μαυρίδου. Έως το βράδυ έχεις καιρόν να παραλάβης τον αριθμόν μας. — Όλα αυτά είνε καλά και άγια, άλλα καμμιά φορά . . . Εγώ λέγω να πεταχτώ μίαν στιγμήν· δεν θα αργήσω.

Τι εγώ να δω θα πεταχτώ στον πύργο τους δικούς μου, 365 το μυριοχάιδεφτό μου γιο, την έρμα μου γυναίκα... Πιος ξέρει πίσω αν θα με δουν και πάλι να γυρίσω, ή θα με σφάξουν πια οι θεοί με των οχτρών τα χέριαΕίπε, και φέβγει σείνοντας πας στην κορφή τη φούντα.

Ο Γιαννιός ο Μελιγκόνης τα χρειάστηκε. — Φέρε μας ένα ρούμι, Πεφάνη. Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Το βαπόρι έστρηψε σιγά-σιγά, έλυσε το μπρίκι και σταθηκε στον ατμό, σφυρίζοντας. Το μπρίκι τράβηξε ίσα κατά το μύλο, με το δρόμο, που είχε, και βιάστηκε να ρίξη και τις δυο άγκυρες. Ένα νερόχιονο άρχισε να πέφτη και με το βασίλεμμα το κρύο εσπούριζε.

Ο Μελιγκόνης τράβηξε το ρούμι του, έτριψε τα χέρια του δυνατά και πετάχτηκε να φύγη. — Θα πεταχτώ να ιδώ τι γίνεται. Έκαμε να τραβήξη μπροστά και στάθηκε. — Πεφάνη! Πεφάνη! Και στάθηκε σα χαζός. Ο Πεφάνης πετάχτηκε από το μαγαζί. Τα γεροντάκια τινάχτηκαν απάνω, ξαφνισμένα, απ' τη φωνή του Μελιγκόνη. Στάθηκαν όλοι και κύτταζαν. Δεξιά στη σκάλα του μπρικιού ήλθε η σκαμπαβία με δυο παιδιά.

Εκεί να! ακούει, κιας έπινε, ο Νέστορας τα ζήτω, και στ' Ασκληπιού λαλεί το γιο διο φτερωμένα λόγια «Σκέψου, τι λες να κάνουμε, Μαχά θεοσπαρμένε. Σαν πιο μεγάλο σάλαγο τώρα αγρικάω απ' τη μάχη. Μον κάθου εδώ του λόγου σου κι' ήσυχος πίνε μόνος, 5 ως να ζεστάνει ένα λουτρό η λυγερή Εκαμήδη θερμό, και της πικρής πληγής το αίμας να ξεπλύνει· τι τρέχει, εγώ στο ξέφαντο θα πεταχτώ να μάθω