United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδιά του όμως άρχισε να τρέμει και τα μαύρα και σκασμένα δάχτυλά του έτρεμαν κι αυτά με τα ασημί βούρλα που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού σαν υδάτινες κλωστές. Τα βήματα δεν ακούγονταν πια. Ο Έφις όμως έμενε ακόμη εκεί και περίμενε ακίνητος. Το φεγγάρι ανέβαινε μπροστά του και οι φωνές του απόβραδου ειδοποιούσαν τους ανθρώπους ότι η μέρα τους είχε τελειώσει.

Έκανε να πιάσει κανένα, τόσο κοντά πετούσαν στο πρόσωπό του, και έμενε ακίνητος παραφυλώντας∙ έτσι περνούσε η ώρα. Μια μέρα όμως είδε ν’ ανεβαίνει, διασχίζοντας την μικρή αυλή, η κουρασμένη φιγούρα του Έφις και τότε κατάλαβε ότι εκείνον περίμενε. Μόλις έφτασε κάτω από το παραθυράκι ο υπηρέτης κοίταξε προς τα επάνω χωρίς να μιλήσει.

Περίμενε τουλάχιστον μερικές ημέρες. Κρύψου κάπου μέχρις ότου μάθης πώς μου φέρεται ο Βασιληάς, στο θυμό του ή την καλωσύνη του. Είμαι καταμονάχη. Ποιος θα με υπερασπιστή κατά των προδοτών; Φοβάμαι. Ο δασοφύλακας Όρρι θα σε κρατήση μυστικά, στο ερειπωμένο κελλί του όσο χρειαστή: πήγαινε ως εκεί τη νύχτα. Θα στείλω τον Περινίς να σε ειδοποιήσω αν κανείς με κακομεταχειρίζεται.

Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο Γιάννης της στα Ξένα.

Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη. Ο Έφις την περίμενε να κατέβει.

Ο υπηρέτης κάθισε απέναντί τους και περίμενε. Η ντόνα Νοέμι όμως, αφού ξεδίπλωσε το κίτρινο χαρτί, το κοίταζε με βλέμμα προσηλωμένο σαν να μην μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις και τελικά το ανέμισε οργισμένη. «Λοιπόν, λέει πως φτάνει σε λίγες μέρες. Αυτό είναι όλο

ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο άνθρωπος; ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την πόλιν. ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως σκέπτεσαι ν' αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού; ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής τι θα ψαρεύσω.

Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ.

Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.

Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε.