United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΙΡ. Ω! για τόνομα του Μεγαλοδύναμου! τα κλάυματα πώκαμα τότε δεν τα θυμάμαι· ας ματακλάψω τώρα· εκείνος ο στοχασμός με κάνει να δακρύσω. ΠΡΟΣΠ. Άκουσε ολίγο ακόμα, κ' έπειτα σε φέρνω στην υπόθεση που μας εγγίζει τώρα, δίχως την οποία τούτη η διήγηση θα ήταν πολύ άκαιρη. ΜΙΡ. Πώς δεν μας αφανίσανε τότε; ΠΡΟΣΠ. Σωστό είναι το ερώτημά σου, κόρη μου· η ιστορία μου το παρακινεί.

Η ερωτεμμένη κόρη απομακραίνεται θεληματικώς, καθώς την παρακινεί η φυσική σεμνότης, από την στιγμή που έσμιξε το χέρι του αγαπημένου νέου. Ο Πρόσπερος τους ακούει και τους βλέπει, και με την πατρικήν ευχή του σφραγίζει τον άγιον εκείνον δεσμό, και ύστερα τον εορτάζει με τα χαρμόσυνα πλάσματα της μαγείας του.

Τόσον βαθειάτα αίματα εχώθηκα ως τώρα, ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω 'πίσω θα ήν' επίσης δύσκολον, καθώς να προχωρήσω. Θα προχωρήση! Σχεδιάζει τον φόνον και του Μακδώφ. Η Λαίδη Μάκβεθ εν τούτοις τον παρακινεί ν' αναπαυθή. « Ας πλαγιάσωμεν», αποκρίνεται. Αλλ' όχι! ο Μάκβεθ εσκότωσε τον ύπνον! Ο Μάκβεθ δεν θα κοιμηθή εις το εξής!

Αλλά και ο άρχων ο οποίος παρίσταται, δεν τους χωρίζει και δεν τους διατάσσει να παύσουν το τσάκωμααπό το κόκκινον ένδυμά του συμπεραίνω ότι θα είνε κανείς από τους άρχοντας της πόλεωςαλλ' εξ εναντίας τους παρακινεί και επαινεί εκείνον που εκτύπησε τον άλλον.

ΓΟΝΖ. Σε πιστεύω, Κύριε· και γι' άλλο δεν τόκαμα παρά για να δώσω αιτία τούτων των κυρίων, πώχουν πλευρά τόσο γαργαλιστικά και καλοκίνητα, ώστ' ένα τίποτε τους παρακινεί να γελάνε. ΑΝΤΩΝ. Για το υποκείμενό σου εγελούσαμε. ΓΟΝΖ. Που σε τούτο το είδος τρελλού μετεωρισμού είναι ένα τίποτε μπροστά σας· μην παύετε λοιπόν, και γελάτε ακόμα για ένα τίποτε. ΑΝΤΩΝ. Είδες κοπανιά που μας έσυρε;

Ο Αμλέτος έπεσεν εις ηθικήν ατονίαν, και όταν ο φίλος του τον παρακινεί πλαγίως να λάβη μίαν απόφασιν πριν ο Κλαύδιος μάθη τον θάνατον των δύο απεσταλμένων και τα πράγματα περιπλεχθούν, ο Αμλέτος δεν κάμνει κανένα σχέδιον, φαίνεται ότι αναπαύεται εις την πεποίθησιν ότι έως τότε ή και τότε θα του παρουσιασθή η ευκαιρία, το φοβερόν εκείνο δευτερόλεπτον,

Μαθών δε ο Θεμιστοκλής τα γινόμενα παρακινεί αυτούς να μη παρασύρωνται πλεότερον υπό των λόγων, αλλά να πέμψουν εκ των συμπολιτών των άνδρας τινάς χρηστούς, οίτινες να εκθέσουν πιστώς όσα ήθελον ιδεί. Αποστέλλουν λοιπόν.

Αλλά τότε τι θέλομεν να προφυλαχθώμεν με τείχος ολόγυρα εις την πόλιν, το οποίον πρώτον μεν διά την υγείαν διόλου δεν συμφέρει εις τας πόλεις, εκτός δε τούτου συνηθίζει κάπως να κάμνη μαλθακήν την διάθεσιν της ψυχής των κατοίκων της, διότι τους παρακινεί να καταφεύγουν εις αυτό και να μην αντικρούουν τους εχθρούς, ούτε να στηρίζουν την σωτηρίαν εις το να φρουρούν μερικοί διαρκώς εις αυτήν νύκτα και ημέραν, αλλά να φρονούν ότι είναι φραγμένοι με τείχη και με πύλας και ότι, και εάν κοιμούνται, θα έχουν τα μέσα της σωτηρίας, ως να επλάσθησαν όχι διά να κοπιάζουν, και ως να μη γνωρίζουν ότι η πραγματική ανάπαυσις δημιουργείται από τους κόπους; Αντιθέτως όμως πάλιν, νομίζω, από την επονείδιστον ανάπαυσιν και την οκνηρίαν δημιουργούνται οι κόποι.

Δηλαδή εκείνος μεν ερωτεύεται το σώμα και την ακμήν της ωραιότητος ως να νοστιμεύεται κανέν οπωρικόν και παρακινεί τον εαυτόν του να το απολαύση, χωρίς να δίδη καμμίαν εκτίμησιν εις την ψυχήν του αγαπωμένου.

Αλλά και εκείνο το οποίον είπεν ο αντίπαλος, ότι ο ωραίος οίκος εμπνέει και ανυψόνει τον ρήτορα και τον παρακινεί έτι μάλλον εις την εκφώνησιν λόγου, μου φαίνεται ότι δεν είνε αληθές, αλλ' ότι μάλιστα συμβαίνει το εναντίον.