United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημέραι παρήλθον πολλαί, ημέραι ίσως, μέχρι της στιγμής καθ' ην ησθάνθην την πνοήν του πλησίον. Η οσμή του ακονισμένου χάλυβος εθώπευε τους ρώθωνάς μου. Καθικέτευσα τον θεόν, τον ηνώχλησα με τας προσευχάς μου, παρακαλών να καταβή το εκκρεμές το ταχύτερον.

Εις τοιαύτην κατάστασιν ήσαν τα πράγματα της Σπάρτης όταν έφθασεν ο κήρυξ εκ των Σάρδεων, παρακαλών αυτούς να βοηθήσωσι τον Κροίσον πολιορκούμενον. Μόλις όμως τον ήκουσαν, έσπευσαν να υπάγωσιν εις βοήθειάν του.

Να που ήρθαμε . . . Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας, και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του. — Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Ο θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του, και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.

Οι δε πρέσβεις, τους οποίους οι Συρακούσιοι είχαν στείλη εις τας πόλεις της Σικελίας μετά την άλωσιν του Πλημμυρίου, επιτυχόντες εις την αποστολήν των ητοιμάζοντο να φέρουν τας επικουρίας, τας οποίας είχαν συναθροίσει, ότε ο Νικίας, ειδοποιηθείς εγκαίρως, έπεμψε προς τους Σικελούς, τους Κεντόριπας δηλαδή, τους Αλικμαίους και άλλους, οι οποίοι εκράτουν την δίοδον και ήσαν σύμμαχοι του, παρακαλών αυτούς να μη επιτρέψουν εις τους εχθρούς να διέλθουν διά της χώρας των, αλλά συσσωματούμενοι ν' αντισταθούν εις αυτούς.

Δ. | Ότε ήκουσε ταύτα ο Σόλων, είπεν ότι εθαύμασε και ότι έλαβε πασαν προθυμίαν παρακαλών τους ιερείς να τω διηγη- θώσιν ακριβώς και κατά σειράν τα αφορώντα εις τους παλαιούς συμπολίτας του.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Παπά, την δαμπάδα μου! Και έτεινεν ο ασθενής μικράν λαμπάδα του Πάσχα, ην είχε φυλαγμένην παρά το προσκεφάλαιόν του, παρακαλών τον ιερέα ν' ανάψη αυτήν, όστις και το έπραξε μετ' ευχαριστήσεως. Κ' έλαμψε τότε ο οικίσκος περισσότερον από τα διπλά φώτα.

Εζητούσα από αυτούς τους ιερωτέρους όρκους, παρακαλών αυτούς να μη με θάψουν επ' ουδενί λόγω προτού η αποσύνθεσις προχωρήση πολύ, και καταστήση τοιουτοτρόπως αδύνατον την επάνοδόν μου εις την ζωήν. Εφαντάσθηκα μίαν σειράν όλην πραγματικά περιεσκεμμένων προφυλάξεων.

Τι ηδυνάμην, ω φίλε Κρίτων, ν' απαντήσω εις τας σοβαράς αυτάς ερωτήσεις της πατρίδος ; επρόσθεσεν επί τέλους ο Σωκράτης. Ο δε Κρίτων, μη έχων τι ν' απαντήση, παρεδέχθη, αν και λυπούμενος, ως ορθήν την απόφασιν του διδασκάλου του, και έπαυσε παρακαλών αυτόν να δραπετεύση.