United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου.

Ο Σαίξπηρ γράφοντας διακόσια χρόνια πιο ύστερα δίνει μες στο δράμα του κάποιον τόνο στο γούστο του βασιληά για τις χαρωπές φορεσιές και τις ξένες μόδες αρχίζοντας από τις επιπλήξεις του John of Gaunt ίσαμε τον λόγο του ίδιου Ριχάρδου στην τρίτη πράξη για την παραίτησή του από τον θρόνο.

Πιθυμούσε να το εννοήσω βαθιά πως το μόνο χρέος μου είτανε να στέκω στο πλευρό της σα φίλος και να της κρατώ το χέρι μοιράζοντας πάντα μαζί της το συναίστημα του σκοταδιού, που θαρχότανε και που το ποθούσε κ' η ίδια. Αγαπούσε τόσο βαθιά ο ένας τον άλλο μας, ώστε δεν ήθελε κανένας μας να παραιτήση τόνειρο που είχε να δη το στοχασμό του άλλου σύμφωνο με το δικό του.

Ας συμμαζεύη από οπουδήποτε τον δούλον του όστις θέλει, εάν έχη τας φρένας του, και ας τον κάμη ό,τι θέλει από όσα είναι ευσεβή. Εάν δε κάποιος προσπαθή να αποσπάση κανένα, διά να τον ελευθερώση ωσάν δούλον συμμαζευόμενον, τότε ας τον παραιτήση ο συμμαζεύων αυτόν, αλλά ο αποσπών αυτόν ας αφήση τρεις αξιοπίστους εγγυητάς και τότε ας τον αποσπάση, όχι όμως αλλέως.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Την παρθενιάν ωρκίσθηκε να μη την παραιτήση; ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι· κ' η φιλαργυρία της είναι φρικτή σπατάλη. Διά να μένη αυστηρήτα τρυφερά της κάλλη, κανένας δεν θα γεννηθή να τα κληρονομήση·την ευμορφιάν της γνωστική, 'ς την γνώσιν της ωραία κερδίζει τον παράδεισον, διότι μ' απελπίζει. Ετάχθη να μην αγαπά· και δι’ αυτό το τάγμα, αποθαμμένος ζω εγώ, που ζω και σε τα λέγω.

Ενσκήψαντος του πολέμου κατά του Αλή πασά και αναγκασθέντος του Οδυσσέως να παραιτήση την Βοιωτίαν προς αποφυγήν του Μπαμπά πασά, τα πρωτοπαλλήκαρα, επτά τον αριθμόν, κατά την αρματωλικήν παράδοσιν, ανηγόρευσαν ομοφώνως οπλαρχηγόν Λεβαδείας τον Διάκον και την εκλογήν ταύτην ανεγνώρισαν προθύμως οι πρόκριτοι, εσεβάσθη δε και τυπικώς εκύρωσεν η Τουρκική αρχή.

Και από τι θάνατον απέθανε; τον ερώτησα εγώ· από αγάπην, εκείνος μου απεκρίθη, επειδή και είχεν ακούσει την μεγάλην ωραιότητα της βασιλοπούλας της Κασμυρίας, ονομαζομένης Φαρουχνάζ, την αγάπησεν υπερβολικά και έξω της στράτας, διά το οποίον την εζήτησε πολλές φορές του πατρός της, και δεν εστάθη τρόπος, που να την λάβη· όχι διότι ο πατέρας της δεν ήθελε, να του την δώση, αλλά από αιτίαν αυτηνής, που δεν ήθελε να υπανδρευθή με κανένα τρόπον, με το να είχε μέγα μίσος εις τους ανθρώπους, από αιτίαν ενός ονείρου που είχε ιδεί διά ένα ελάφι, πως είχε παραιτήση μίαν έλαφον εις τα δίκτυα, χωρίς να την βοηθήση να έβγη.

Και μίαν ημέραν είπε: — Μα είντα διάολο, μέλι έχει αυτή η σουρσουράδα τση χήρας και δεν μπορεί να τήνε παραιτήση με τόσες προσβολές απού του κάνει; Η Πηγή η κακορρίζικη δεν τούκαμε κιανένα κακό και τον αγαπά που χάνεται κι' αυτός δεν έχει μάτια να τήνε δη. Είντα άνθρωπος είν' αυτός δε μπορώ να καταλάβω. Απεφάσισε δε να δώση τέλος εις αυτήν την κατάστασιν.

1876 . Έπεσε ο Σουλτάν Αβδούλ-Αζίζ κ' έγεινε Σουλτάνος ο Μουράτ το Μάη μήνα, και τον Αύγουστο έδωκε και τούτος την παραίτησή του κι' ανέβηκε ο Αβδούλ-Χαμήτ. 1876 . Στες 15 Αγιαντριά λημούριαξαν οι ρεντίφιδες Αρβανίτες το παζάρι των Γιαννίνων και στες 17 κάηκε το Ελληνικό Προξενείο. 1877 Θερτή 10 . Πέθανε ο αγαθώτατος Χουσνή πασάς. Τον έκλαψαν όλα τα Γιάννινα.

Δε δοκιμάζανε να ξηγήσουν εκείνο που είτανε μονάχα απλό και μέγα. Ξέρανε μόνο πως η μαμά ήθελε να πεθάνη και να τα παραιτήση, αυτό γινότανε μόνο γιατί είταν άρρωστη κι αδύνατη και γιατί δεν μπορούσε να ζήση. Αν τους έλεγε κανείς πως μ' αυτό η μαμά τους έδειχνε πως ταγαπούσε κείνα λιγότερο, θα γελούσανε ή θα θυμώνανε. Τώρα μιλούσαμε για διάφορα πράματα, που δεν τάκουγα.