United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία.

Και να καταλάβης πως ο Πανάγος δεν το σκόπευε να το ρίξη σε τέτοιο γλέντι, να μπλέξη σε βρόχια κρύφιας αγάπης, μα ας είτανε και προς ώρας, — νά που δε νοιάστηκε να παραγγείλη να μην αφήσουνε το λαγωνικό του και ξεπορτίση και τρέξη κατόπι του.

Αλλά αν και από τας ομιλίας του και από όλην την συμπεριφοράν του ο κόσμος τον εθεωρούσε πραγματικώς τρελλόν, όμως συνέβαινε να δίδη κάποτε τόσον συνετάς απαντήσεις ώστε άνθρωποι νοήμονες υπώπτευσαν μήπως εκείνο το είδος της παραφροσύνης εσκέπαζε σχέδια επικίνδυνα διά τον ηγεμόνα των Φέγγονα, και διά να ανακαλύψουν την αληθινήν διάθεσιν του Αμβλέτου, τον έφεραν να συναπαντηθή, εις μοναχικό μέρος, με μίαν ωραίαν νέαν, εις την οποίαν είχαν παραγγείλη να προσπαθήση με τέχνην να του βγάλη το μυστικό του· αλλά δεν εκατόρθωσαν τίποτε, διότι ένας εγκάρδιος φίλος προειδοποίησε τον Αμβλέτον, η δε νέα από μεγάλην προς αυτόν συμπάθειαν δεν έστερξε να τον προδώση.

Μία των ιδιοτροπιών της, ήτις εφάνη αλλόκοτος εις το χωρίον, υπήρξε το να παραγγείλη να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου τον τάφον της κτιστόν, και να επιγράψουν επί πλακός το όνομά της· «Ενθάδε κείται η αείμνηστος χήρα του αοιδίμου Επάρχου Σ. Χ.» πριν αύτη αποθάνη ακόμη. Τούτο το είχον κάμει και άλλοι τινές προ αυτής.

Κι από το πρωί ως το βράδυ φιλονικούνε για ό τι θέλεις, και για τον Ίπσεν και για μένα. Στη Σύρα πολύ μ' άρεσε κι ο ξενοδόχος. Δε μοιάζει διόλου του ξενοδόχου της Τήνος. Είναι μάλιστα πατέρας· έχει την έννοια σου· ρωτά πώς είσαι. Αν άξαφνα σου πονεί το στομάχι, θα σου παραγγείλη ο ίδιος το φαγί που σου χρειάζεται. — «Εγώ, λέει, αφτό νομίζω καλό, εσύ τώρα να διατάξης.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·

Τι συλλογίζεσαι; τω είπεν ο Τρανταχτής. — Τίποτε. — Πώς σου φαίνεται αυτό το κλειδί; Δεν είνε παράξενο; — Τι παράξενο; είπεν ο Σκούντας υποκρινόμενος άγνοιαν. — Πρώτον, διατί να μου το παραγγείλη, εις εμένα, να της το κάμω; — Αφού είνε γνώριμη, υπέλαβε μετ' επιπλάστου αφελείας ο Σκούντας. — Και από πότε εις το μοναστήριον έχουν ανάγκην των γνωρίμων του διά να προμηθευθώσι κλειδιά;

Εάν ιδή και αργούν ν' ανοίξουν την γέφυραν, του είπε να κράξη τον φύλακα, τον πυλωρόν, και ν' ανεβάση το γάλα με το παλάγκο εις το Κάστρον επάνω. Αλλά να μη φύγη πριν λάβη είδησιν από τον κυρ-Αναγνώστην, τον προεστόν, τον κολλήγαν του, μη τυχόν ήθελε να του παραγγείλη τίποτε.

Διότι την προηγουμένην ημέραν, καθώς εξήλθομεν από την φυλακήν βράδυ, επληροφορήθημεν ότι το πλοίον είχεν έλθει από την Δήλον. Εσυστήσαμεν λοιπόν ο ένας εις τον άλλον να έλθωμεν όσον το δυνατόν πρωινώτερα εις το συνηθισμένον μέρος· και υπήγαμεν εκεί· και ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να μας ανοίγη, εξήλθε και μας είπε να περιμένωμεν και να μη εμβώμεν, παρά αφού αυτός μας παραγγείλη.

Σε λίγο άνοιξε το στόμα του: — Πάμε να πάρωμε καμμιά μπουκιά; Ώρα είνε... είπε. Σηκωθήκανε κ' οι δυο και τραβήξανε τον ανήφορο. Το άλλο βράδυ, στο ίδιο το τραπέζι, στα ίδια τα σκαμνιά κ' οι δυο τους. Ο Καπετάν Γιάννης είχε ξεχάσει να παραγγείλη τον ναργιλέ του κι' ο Μιχαληός δεν είχε το τσίπουρο μπροστά του.