United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βραχεία παρήλθεν ώρα, και η σκαμπαβία είχεν απομακρυνθή τόσον, ώστε μόλις εφαίνετο εις το βάθος του αχανούς ορίζοντος ως μέλαν κυμαινόμενον σημείον και ως μαύρη κηλίς επί της επαργύρου επιφανείας της θαλάσσης. — Τώρα να το βάλουμε στα κουπιά! ανέκραξε μετά φαιδράς χάριτος το Λιαλιώ. Ο κυρ-Μοναχάκης ήτο τω όντι επί της σκαμπαβίας, και η νοσταλγός δεν είχεν απατηθή.

Επέρασεν ολόκληρος ο Μάρτιος, ήλθε και το Πάσχα, παρήλθεν ο Απρίλιος, και η Πολύμνια δεν εξήλθε πλέον εις περίπατον προς την παραθαλασσίαν του ναυπηγείου. Εις μάτην έτρεχες τακτικά κάθε πρωίαν κ' εσπέραν εις την αμμουδιάν εκείνην.

Και τοιουτοτρόπως παρήλθεν ο χειμών αυτός και το δέκατον πέμπτον έτος του πολέμου. Κατά δε το ακόλουθον θέρος ο Αλκιβιάδης έπλευσεν εις Άργος μετά είκοσι πλοίων και συνέλαβεν εκεί τριακοσίους άνδρας, οι οποίοι εθεωρούντο ακόμη ως ύποπτοι και ως φρονούντες τα των Λακεδαιμονίων· κατέθεσαν δε αυτούς οι Αθηναίοι εις τας πλησίον νήσους τας εξαρτωμένας απ' αυτούς.

Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν. Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά: — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα ησυχάσω. Ο χειμών ήδη παρήλθεν.

Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ' η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο.

Και ο μεν ταύτα ειπών και ενθαρρύνας αυτούς προσέβαλε την Λήκυθον, αφού παρήλθεν η ανακωχή· οι δε Αθηναίοι υπερησπίζοντο άνωθεν παλαιωμένων τειχών και οικιών, αι οποίαι είχαν επάλξεις.

Η αγωνία του διήρκεσεν όλην την ημέραν. Ο Τουρκικός στόλος εν τούτοις απεμακρύνθη διευθυνόμενος προς νότον και παρήλθεν ο κίνδυνος των Σπετσών, οι δε νησιώται καθησύχασαν. Το εσπέρας εξεψύχησεν ο πατήρ μου. Την επιούσαν επώλησα της μητρός μου το δακτυλίδιον και εθάψαμεν τον νεκρόν μας εις τάφον ταπεινόν και ανεπίγραφον. Ήτο η δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1822. Τοιαύται ημερομηνίαι δεν λησμονούνται.

Καθ' ον χρόνον ο Μάχτος διετύπου κατ' όναρ τας σκέψεις ταύτας, η σκηνή του ονείρου είχε μεταβληθή. Δεν ήσαν πλέον οι τρεις, και τέταρτον πρόσωπον είχε παρουσιασθή. Αλλά το πρόσωπον τούτο δεν παρήλθεν επί την σκηνήν άνευ προσωπείου. Ως φαίνεται, είχε λόγους να καλύπτη την μορφήν. Δεν επεθύμει να φαίνεται τις ήτο.

Και διά τούτο αφού η Αγάπη μάτην είχεν διαδραματήσει το μέρος της, η Εκδίκησις παρήλθεν επί την σκηνήν· αφού το Φως του κόσμου δεν έφαινε δι' αυτούς φωτισμόν γνώσεως η αστραπή έπρεπε να τους γνωστοποιήση τον κίνδυνον. Στραφείς τότε Εκείνος προς τους μαθητάς Του εις επίκοον παντός του λαού εξηκόντισε κατά των ενόχων κεφαλών των βροντήν επί βροντής και κεραυνούς εσχάτης καταδίκης.

Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν.