United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν.

φαίνεται ως προλειαίνουσα την οδόν και σχεδόν δικαιολογούσα την επερχομένην ερωτικήν παραφοράν του Αντωνίου, ότε κατά την εν Ακτίω ναυμαχίαν εγκαταλείπει την μάχην και ως «παράφορος νήσσα» ακολουθεί τα φεύγοντα πλοία της.

Εξ άλλου ο παράφορος έρως του έπρεπε να κορεσθή. Εχόρευσεν ως αι Ιέρειαι των Ινδιών, ως αι κόραι των καταρρακτών της Νουβίας, ως οι Βαχάνται της Λυδίας. Ανεστρέφετο από όλα τα μέρη, ομοία με άνθος το οποίον κλονίζει η καταιγίς. Οι αδάμαντες των ενωτίων της απήστραπτον, και επήδων, το μεταξωτον ύφασμα ηκτινοβόλει εις τους ώμους της εις μυρίας αποχρώσεις.

Έτρεξα τότε παράφορος να σφίγξω το ρύγχος της με την παλάμην, να μη βελάζη . . . Την στιγμήν εκείνην ελησμόνησα την κόρην την κολυμβώσαν χάριν αυτής ταύτης της κόρης. Δεν εσκέφθην ότι ήτον φόβος να με ιδή, και ημιωρθώθην κυρτός πάντοτε, κ' επάτησα επί του βράχου, διά να προλάβω και φθάσω πλησίον της κατσίκας.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Το είδα, και οι οφθαλμοί μου έπαθον τόσον εκ της θέας αυτού, ώστε δεν ηδυνήθην να το υποφέρω πλειότερον. ΣΚΑΡΟΣ. Μόλις αύτη ανέκρουσε πρύμναν, και ο Αντώνιος, το ευγενές τούτο θύμα της μαγικής της δυνάμεως, υψώνει τα ιστία και ως παράφορος νήσσα, εγκαταλείπων την μάχην εις την ακμήν αυτής, φεύγει όπισθεν εκείνης.

Ευτυχώς είχεν αλλού εξασκήσει τας φονικάς ορμάς του, εν τω μεταξύ, και είχε κλεισθή εγκαίρως εις τας Βενετικάς ειρκτάς του παλαιού φρουρίου, εις την Χαλκίδα. Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο Μώρος ή Μούρος ήτο φύσει ορμητικός και παράφορος, αν και είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάνα τουνουν ο οποίος εγέννα.

Αλλ' ο Μενέλαος επανελθών διατρέχει παράφορος την Ελλάδα και, επικαλούμενος τους απαγγελθέντας τυνδαρείους όρκους, προσκαλεί τους πάντας εις εκδίκησιν του αδικήματος. Και τότε οι Έλληνες εξεγερθέντες και αρπάσαντες τα όπλα συνηθροίσθησαν εδώ εις της Αυλίδος τας στενοπόρους ακτάς άγοντες πλοία και στρατιάς και ίππους και άρματα πολλά.

Όποιον κυριεύση έξαψις εντελώς παράφορος είτε δικαίως είτε όχι, ώστε να επιθυμήση να απομακρύνη από το συγγενολόγι του εκείνον που εγέννησε και ανέθρεψε, ας μη επιτρέπεται τόσον ασημάντως ούτε τόσον γρήγορα να εκτελή αυτό, αλλά πρώτον ας συγκεντρώση όλους τους συγγενείς του μέχρι των εξαδέλφων, επίσης δε και τους συγγενείς του υιού του εκ μέρους της μητρός, και εμπρός εις αυτούς ας ομιλήση εναντίον του διαφωτίζων αυτούς ότι είναι άξιον χάριν όλων να αποκηρυχθή από το συγγενολόγι.

Μόνον η τιμή μένει ακόμη· είπεν εκείνος. — Την θέλω, αν μ' αγαπάς . . . Και τον περιεπτύχθη παράφορος, με σκιρτήματα πάθους αγρίου! Προς στιγμήν, ως να ήθελε ν' αποτινάξη την νάρκην, ήτις του εδέσμευε την ασθενή διάνοιαν, ωσάν προς στιγμήν, ν' ανένηψεν εκ της μέθης, ωσάν να διέκρινε την ανταύγειαν φωτός σωτηρίου . . . — Την τιμήν, άφησέ μου την τιμήν, είπεν ικετεύων.

Δεν ετρόμαξα, δεν εκινήθην καθόλου· σμήνος ανεκφράστων σκέψεων, παραχθεισών εν εμοί εκ της θέας του ύφους, της στάσεως και του βαδίσματος του φάσματος, εισέρρευσαν με ορμήν εν τω εγκεφάλω μου, με παρέλυσαν, με απελίθωσαν, Την εθεώρουν ακίνητος, ενώ επί των σκέψεών μου εβασίλευε παράφορος αταξία και ανήσυχος ταραχή.