United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας μικροπρόσωπος με κοκκινισμένα μάτια και στεγνά φρύδια θάτανε θαλασσινός και μάλιστα ψαρράς. Το δείχνανε και τα ξυπόλυτα πόδια του. Τα πέλματα πολύ πλατισμένα, αδύνατο νάχανε γνωρίσει το παπούτσι.

Ούθε το πρώτο μου παπούτσι!... ούθε το πρώτο μου παπούτσι! ... φώναξε δυνατά ο Αρλετής. Ο αντίλαλος του νάρθηκα αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή του ψάλτη. — Παπούτσι.... παπούτσι!... — Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα. Κανείς δεν έσκυψε· όλοι έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σα να ζητούσαν τη γνώμη του.

Τώρα ήλθε το Ελλαδικό το κράτος, και μ' ένα βαυαρέζικο νόμο αποκεφάλισε τη φυσική Ελληνική διοίκηση, ισοπέδωσε τάχα τις πολιτείες, τα χωριά και τους ανθρώπους, κατάστρεψε δηλαδή τις κοινότητες, και έχωσε τους ισοπεδωμένους Έλληνες σ' ένα στενό παπούτσι, που είναι μονάχα η τελευταία διοικητική διαίρεση του κράτους και λέγεται δήμος.

Και ετρυπούσαν τα δάκτυλα με την σακκορράφαν το παπούτσι της μαγείρισσας, το οποίον είχε σκάσει και έπρεπε να ραφθή. — Αυτή είναι πρόστυχη εργασία, έλεγεν η σακκορράφα. Δεν ημπορώ να τρυπήσω αυτό το δέρμα. Θα σπάσω ! Θα σπάσω ! Και τω όντι έσπασε. — Δεν το έλεγα; είπεν η σακκορράφα. Είμαι τόσον λεπτή. Τα δε δάκτυλα είπαν: — Χωρίς μύτην βελόνη δεν αξίζει. Είναι διά πέταμα.

Ηύρε τη Βεργινία στο κρεββάτι, κλαμένη, με ταριά της τα κόκκινα μαλλιά μουσκεμένα· δεν μπόραγε να σήκωση το χέρι της απ' την αδυναμία Δεν έβγαλε το σακκάκι του, ούτ’ έβαλε ψωμί στο στόμα του· μόνο το ένα του παπούτσι τράβηξε λιγάκι, γιατί τονέ στένευε.

Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας ξημερώση μόνον και θα δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου ξεφεύγης στο σκοτάδι. ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου.

Βλέπεις συ κανένα καράβι από πετσί, ή κανένα σχέδιο καραβιού να μοιάζει μ' ανάποδη ομπρέλλα ή με το αψηλό παπούτσι της ερωμένης σου; — Την ερωμένη μου να την αφίσεις κατά μέρος. — Καλά· δε μίλησα για την ερωμένη σου.,, Άκουσε τώρα και κάτι άλλο. Μια οικονομική τρέλλα. Πολεμικό καράβι που ταξειδεύει. Καίει είκοσι τόννους κάρβουνο την ημέρα.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μα την κεφαλήν μου, επλάκωσαν οι Καπουλέτοι! ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μα το παπούτσι μου, δεν με μέλει. ΤΥΒΑΛΤΗΣ Ελάτε, φίλοι μου, κοντά, και θα πιασθώ μαζή των. — Καλή εσπέρα. Μ' ένα σας, παρακαλώ, δυο λόγια. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Και μόνον δύο λόγια μ' ένα μας; Ζευγάρωσέ τα με τίποτε άλλο· δεν προτιμάς λόγια με σπαθιαίς; ΤΥΒΑΛΤΗΣ Θα μ' εύρης και εις αυτό πρόθυμον, φθάνει να μου δώσης αφορμήν.

Κάποτε και γω.,, Μια φορά.,, Και τα αυτοκίνητα; τι κάνουνε τ' αυτοκίνητα, γεμίζουνε ακόμα τους δρόμους με βενζίνα; Δεν το ξεχάσανε το καθημερινό τους μάθημα; — Ποιο μάθημα; — Καλά, καλά.,, Μήπως έχεις κανένα δείγμα από τη στεριά; Ο γραφέας σήκωσε το πόδι του. Να το παπούτσι μου. Είναι ακόμη μπόλικη σκόνη. — Δεν την περίμενα την εξυπνάδα αυτήν από σένα.,, Τώρα έφερες απόξω καμιάν εφημερίδα;

Όλα στη σημαία του γύρω ν' αποθάνουν είν' έτοιμοι. Κ' οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα είταν, αν είχε τρόπο να τους βάλη και κείνους τα δυο πόδια στ' αττικό του παπούτσι. «Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γαρ τυγχάνω σχολής ων».