United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η άλλη; Τη θυμάσαι; Γύρω από ένα τραπέζι ξεφαντώματος, άντρες και γυναίκες, αποκαμωμένοι από το κρασί και τα φιλιά, χλωμοί σαν πεθαμένοι, με τα μάτια βαθουλωτά, κοίτονταν σαν πτώματα, άλλοι πεσμένοι κατάμουτρα απάνω στα μαραμένα λουλούδια, άλλοι ξαπλωμένοι πίστομα στο χώμα, άλλοι κουλουριασμένοι, σαν να τους τάραξε μια κακιά αρρώστεια.

Τι τ' άτια καθώς έτρεχαν στον κάμπο αλαφιασμένα, τούμπλεξαν σε μυρχιάς κλαδί, και το καμπύλο αμάξι του τόσπασαν μπροστά μπροστά στ' ατιμονιού την άκρη· 40 και παίρνουν τ' άτια του καστριού το δρόμο με τους άλλους που δειλιασμένοι φέβγανε, κι' αφτός όξω απ' τ' αμάξι κοντά στη ρόδα πίστομα κατρακυλάει και πέφτει στα βούρκα μέσα ξαπλωτός.

Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι· έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω. 410 Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα, κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.

Ακούγω περπατηξιές. Καιρό δεν είχα να χάνω. Παίρνω το ξινάρι, δίνω μια του ενού στο σβέρκο, μια τ' αλλουνού στο λαιμό. Σαλέψανε λιγάκι, γαργαρίξανε, μούγκριξαν, και γύρανε κάτω. Ο ένας πίστομα κι ο άλλος ανάσκελα. Καθόλου δεν τρόμαξα. Την έκαμα τη δουλειά σα να είμουνα χασάπης. Πέτρα είταν η καρδιά μου. Στέκουμουν και τους έβλεπα μ' ένα ραχάτι σα να μ' έκαμαν από χήρα βασίλισσα.

Άλλες φορές πάλι είμαι τυλιγμένος από ένα σωρό φίδια, πού με σχισμένες γλώσσες με βουρλίζουν σφουριξιές. Γεια, τώρα, γεια! Μπαίνει ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. Εδώ έρχεται ένα πνεύμ' από τα δικά του, κ' έρχεται να με βασανίση, γιατί αργώ να φέρω μέσα τα ξύλα. Ας πέσω πίστομα, ίσως να μη με καταλάβη.

Και τριγυρνάνε το σφαχτό βαστώντας τα κριθάρια, 410 ενώ άρχιζε τ' Ατρέα ο γιος παράκληση να κάνει «Ω Δία μαβροσύγνεφε μεγάλε δοξασμένε, που στα ουράνια κάθεσαι, αχ βόηθα να μην πέσει ο ήλιος, και να μη χυθεί της νύχτας το σκοτάδι, πριχού το πλούσιο αρχοντικό γκρεμίσω του Πριάμου 415 και κάψω μ' άσπλαχνη φωτιά τις πόρτες, και πριν κάνω κομάτια απάνου στο κορμί του γιου του τα τσαπράζα, κουρελιασμένα απ' το χαλκό· και γύρω του στρωμένοι πολλοί συντρόφοι πίστομα στο αίμα ας κολυμπάνε

Σαν να το είχε καταλάβει και πριν τον διατάξη ο καπετάνιος είχε τα μάτια τουτον Αράπη. Άμα τον διέταξεν ο καπετάνιος, με το κεφάλι του το μεγάλο, ο Παπαδράκος ανασκουμπωμένος όπως ήτανε, χυμάτην πλώρη. Τρώει ένα κύμα, τρώει δεύτερο, τρώει τρίτο. Τρεις φοραίς πέφτει πίστομα όσο ν' αναβήτην πλώρη. Τρεις φοραίς σαν νεροβάρελο εκατρακύλισετην κουβέρτα και τρεις φοραίς σηκώθηκε.

Είπε, κι' απόμεινε ο Λυκάς σα λείψανο, και τ' όπλο χάμου αμολάει απλώνοντας τα χέρια και καθίζει. 115 Κι' εκείνος σέρνει το κοφτό σπαθί, και μια του μπήγει κατά την κλείδα στο λαιμό κοντά, που μέσα η σπάθα τού χώθηκε όλη. Πίστομα πέφτει ο Λυκάς και μένει χάμου στρωτός, και γύρω η γης κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Πρέπει να είτανε λαμπρό μα την αλήθεια το θέαμα σαν ανέβηκε ο Ιουστινιανός κ' η Θεοδώρα απάνω στο Κάθισμα του Ιπποδρομίου και πήγαν αποκάτω κι ο Βελισάριος κι ο Γελιμέρος κ' έπεσαν πίστομα και τους προσκύνησαν. Τον έστειλε ο Αυτοκράτορας το Γελιμέρο στην Ασία και τούδωσε πλούσια χτήματα να ζήση εκεί. Την κυβέρνηση της Αφρικής την έδωσε του Σολόμωνα. Έβαλε κάμποση τάξη στην Αφρική ο Σολομώνας.

Και παίρνει τότε η Θεανό το πέπλο και το βάζει στα γόνατα της Αθηνάς με τις χρυσές πλεξούδες, κι' έπειτα αρχίζει προσεφκή και δέηση να κάνει «Προστάτρα, δέσποινα Αθηνά, θεά μου δοξασμένη, 305 αχ του Διομήδη τ' άρματα κομάτιασ' τα, και κάνε κι' αφτόν να πέσει πίστομα μπροστά στο Ζερβοπόρτι, κι' αμέσως θα σου σφάξουμε ως δώδεκα γελάδες χρονιάρικες απείραγες εδώ στην εκκλησά σου, αν την πατρίδα σπλαχνιστείς κι' εμάς και τα παιδιά μας310