United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' ο λόγος δάγκασε τον Έχτορα στα σπλάχνα, και πήδηξε οχ' τ' αμάξι εφτύς αρματωμένος χάμου, και σιώντας τα διο στομωτά κοντάρια, ολούθε τρέχει 495 δίνοντας θάρρος, κι' άναψε πεισματωμένη μάχη. Γυρνάν οι Τρώες, τους οχτρούς με θάρρος αντικρύζουν, μα αχώριστοι κι' οι Δαναοί βαστούν και δεν τσακάνε.

Τι πρώτα αφτός θα δοξαστεί αν νικηθούνε οι Τρώες 415 κι' οι Δαναοί αν σκλαβώσουνε τη βλογημένη Τροία, για αφτόν και θάναι η συφορά μεγάλη αν νικηθούμε. Μον έλα τώρα ας πιάσουμε κι' εμείς την άγρια μάχηΕίπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι, και βρόντησε ο χαλκός φριχτά στ' αρματωμένα στήθια 420 καθώς κινούσε· θάπιανε κι' ένα άφοβο τρομάρα!

Και πήδηξε απ' τον πόνο85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκόςκαι τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.

Τότε όξω πήδηξε ο Νιδιός και παραιτάει τ' αμάξι, 20 μήδ' ήβρε θάρρος να σταθεί και το κορμί να σώσει του σκοτωμένου του αδερφού. Τι θάτρωγε κι' αφτόνε το μάβρο φίδι, μοναχά ο Ήφαιστος τον σώζει, και τον γλυτώνειαπλώνοντας σκοτάδι ολόγυρά τουμήπως κι' ο γέρος με χωρίς παρηγοριά του μείνει. 24

Η ντόνα Έστερ διάβαζε ήσυχα καθισμένη σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στον αρχαίο πάγκο, αλλά ξαφνικά ο γάτος, που ήταν ξαπλωμένος στη σκιά της πλάι στο λυχνάρι και με τα μάτια παρακολουθούσε τις κινήσεις των χεριών της, πήδηξε στην ποδιά της σαν να ήθελε να κρυφτεί και από εκεί τρύπωσε κάτω από τον πάγκο.

Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, 100 και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανέναΕίπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, 105 και σήκωσε άγριο πόλεμο.

Αμίλητοι όλοι μας, σα να κοβότανε λείψανο μπρος μας. Όσο για μένα, ανεμοζάλη τον πήρε το νου μου... Σα ψέματα μου φαίνουνταν πως ο γελαζούμενος ο γέρο Βασίλης είτανε τέτοιος ήρωας... Τους έμαθα τους αληθινούς ηρωισμούς του κατόπι, τις έμαθα τις παλικαριές του, σαν πήδηξε κι αυτός σε καράβι κ' έσπερνε τρόμο με τους συντρόφους του... Τι να σου τα λέγω αυτά! Άνοιξε την ιστορία, και θα τα δης.

Είπε, και σιώντας τίναξε το χάλκινο κοντάρι και μες στη μέση αλάθεφτα του βρήκε την ασπίδα, 290 μα τ' όπλο πήδηξε μακριά. Τον πήρε τότε η λύπη που έτσι απ' τη χέρα του άδικα πετάχτη το γοργό όπλο.

Κι όσο για τους Ευνούχους, πολίτης καβαλλάρης αν περνούσε, έπρεπε να ξεπεζέψη και να τους χαιρετήση. Τα είδε όλ' αυτά ο Ιουλιανός, που ο ίδιος του πλάγιαζε κατάχαμα για να κοιμηθή, κι άναψε το φιλοσοφικό του αίμα. Από τη μιαν άκρη πήδηξε στην άλλη. Ένα διάταγμα και ρημώθηκε το παλάτι.

Κι' ο Αγαμέμνος πρώτος χοίμηξε, κι' άντρα στρατηγό, το Βιάνορα σκοτώνει, κι' αφτόν και βλάμη του έπειτα, τον αλογάρη Οιλέα. Τι πήδηξε οχ τ' αμάξι αφτός ναν τόνε πολεμήσει, μα ίσα ενώ ορμούσε, τούμπηξε στο κούτελό του τ' όπλο, 95 κι' η χάλκινη περκεφαλιά το κοφτερό κοντάρι δεν τ' αμποδάει, μον διάβηκε και κράνος και κεφάλι, και λιώμα τούγινε ο μιαλός μες στο κεφάλι του όλος. Έτσι η ορμή του κόπηκε.