United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλεγαν και ο πολύγνωμος ωστόσον Οδυσσέας, το μέγα τόξο άμ' έπιασε και πανταχόθεν είδε, 405 ως ο εξαίσιος αοιδός και της κιθάρας γνώστης ευθύς τανύζει την χορδή, στριφτάρι αν κ' έχει νέο, τάντερο αρνιού καλόστριφτον εις τ' άκρ' αφού προσδέση, το μέγα τόξο αβίαστα τάνυσ' ευθύς εκείνος, και την νευρή δοκίμασε με το δεξί του χέρι· 410 ελάλησ', ως την έγγιξεν, ως χελιδόνι εκείνη. τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν και άλλαξαν όψιν όλοι· και με σημάδι φανερό βαρειά βρόντησ' ο Δίας. εχάρηκε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, σημάδι ότ' είδ' απ' τον υιόν του κρυπτοβούλου Κρόνου. 415 και απ' το τραπέζι αυτού σιμά γοργό βέλος επήρε έτοιμο· και μες την βαθειά φαρέτρα εμέναν τ' άλλα, αυτά 'που μέλλαν να αισθανθούν ογλήγορα οι μνηστήρες· το κράτησετο κέρατο, και, οθ' ήταν καθισμένος, νευρήν, γλυφίδαις, τράβησε, και, αφού σημάδι επήρε, 420 τόξευσε και όλαις πέρασεν αράδα ταις αξίναις από τον πρώτον στελεόν· το χάλκινον ακόντι εβγήκε πέρα, κ' είπε αυτός· «Ποσώς δεν σ' ατιμάζει, Τηλέμαχε, καθήμενοςτα μέγαρά σου ο ξένος. μη το σημείον έσφαλα; μην άργησα με κόπο 425 το τόξο να τανύσω εγώ; σώζετ' η δύναμίς μου, και άδικα με καταφρονούν και ψέγουν οι μνηστήρες. κ' είναι καιρός οι Αχαιοί τον δείπνον να ετοιμάσουν όσ' είναι φως· διασκέδασι και άλλην κατόπι θα 'χουν εις την κιθάρα, 'ς τον χορό, τα δώρα της τραπέζης». 430

Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέρασή της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτό νου του.

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του κάθονταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Είπε, κ' εκείνο εθαύμασαν, γιατίτην Νήλια Πύλο δεν έλεγαν πως πέρασεν, αλλ' ότιτους αγρούς του με τα κοπάδια του έμενεν ή τον χειροβοσκό του. 640 και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος του ωμίλησε και του 'πε•

Ο Λάμπρος κ' η γυναίκα του καθόνταν στα πεζούλια της αυλής σιωπηλοί, καρτερώντας να σφίξη καλά το σκοτάδι για να κινήσουν κι αυτοί. Πέρασεν αρκετή ώρα. Ύστερα δυο τρεις ηχεροί κρότοι και λίγες πατημασιές τάραξαν για τελευταία βολά την ερημιά τούτη.

Ένα άσπρο πουλί πέρασεν από πάνω ψηλά. Λογάριασεν ότι ήτανε πιο κοντά του παρά στο βουνό.,, Στο βουνό φωτισμένο κόκκινο από τον ήλιον υπήρχε δυνατή η έννοια της χαράς. Ήτανε δύσκολο όταν το κύτταζε κανένας κάναι λυπημένος. — Ο ήλιος Θεός του φωτός είναι ο μόνος αληθινός Θεός της χαράς, συμπέρανεν ο Ρένας. Το γέλιο είναι το μάζεμα του φωτός στα χείλια. Και η νύχτα δε γελά γιατί δεν έχει φως.,,

Πού ξέρουμε τάχατε τι μας βγάζ' η αυριανή, χαντακωμένες! Τότες σύγκαιρα, απόχτησε και γυιόν η γυναίκα του Ζώη και για την καλοπέραση της άναψε μεγαλύτερος μέσατους λογισμούς του ο πόθος του αρχοντικού σπιτιού. Πέρασεν όμως τότε και μια ιδέα άλλη 'ςτο νου του.

Εγώ του τ' αρνήθηκα· και αυτός διά να με παιδεύση με έκλεισεν εις τούτο το χάλκινον αγγείον σφραγίζοντάς το με την βούλλαν του και επρόσταξε να ρίξουν το αγγείον εις την θάλασσαν διά παντοτεινά· και όντας εγώ μέσα εις ταύτην μου την φυλακήν ώμοσα μεθ' όρκου, ότι όποιος ήθελε με ελευθερώσει, προτού να τελειώση ο πρώτος αιώνας της φυλακής μου, να τον πλουτίσω επί ζωής του και μετά θάνατον· και πέρασεν ο πρώτος αιώνας χωρίς να ενεργήση κανείς προς με αυτήν την ευεργεσίαν· εις το αναμεταξύ του δευτέρου αιώνος ώμοσα, ότι οποίος με ελευθερώση να του ανοίξω τους θησαυρούς της γης, αλλ' επέρασε και ο δεύτερος χωρίς να ιδώ φως ελευθερίας.

Να μπορούσα λοιπόν και γω να γίνω ένα κομάτι κουπί που φέρνει τόσους ναύτες στην ευτυχία και στη ζέστη της αγκαλιάς σου, ή ένα πανί για να οδηγώ στο λιμάνι, ή ένα σύννεφο ομίχλη που κατακάθισε στην πολιτεία και πέρασεν από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς σου! Μα η ψυχή μου έχει γεράσει, και τα βουνά αρχίσανε να γερνούνε μαζί μου. Είναι η μοναξά που τα γέρασεν όλα. Μ' αν ερχόσουνε μια στιγμή!

Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.