United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν πάρα σούναι μισητός τ' Ατρέα ο γιος, κι' εκείνος 300 κι' αφτά τα δώρα του, μα εμάς λυπήσου καν τους άλλους π' όλους μάς έσφιξε ο οχτρός, κι' εμείς θα σε τιμούμε σάμπως θεό· τι σ' ολωνών θ' ανυψωθείς τα μάτια — σ' το τάζωτώρα σφάζοντας τον Έχτορα, γιατί ήρθε κοντά πολύ, σαν πούναι τος γιομάτος άγρια λύσσα, 305 τι λέει, κανένας ίσος του δεν είναι απ' τους Αργίτες, όσοι κι' αν ήρθανε ως εδώ με την αρμάδα οχ τ' Άργος

Κι' εσένα εδώ θαμένο με δίχως όφελος, η γης θα τρώει τα κόκκαλά σου. 175 Κι' έτσι κανείς περήφανος οχτρός θα πει μια μέρα, ποδοπατώντας του λαμπρού Μενέλα το μνημούρι 'Έτσι ναί! πάντα τους θυμούς ας βγάζει ο Αγαμέμνος, όπως και τώρα στράτεμα έφερε εδώ του κάκου, μα πίσω στ' Άργος γύρισε, στην ποθητή πατρίδα, 180 μ' άδια καράβια, αφίνοντος τον ξακουστό Μενέλα.

Μην έχεις, λέει, καμμιά λεγάμενη; .. Σ' ερωτώ εγώ, κυρά μου, τι έχετε σεις, και τι κάνετε σεις; ...Ο κόσμος είνε τροχός, ρόδα που γυρίζει, κυρά μου... &μπου ντουνιά τοαρκ φελέκ!...& Έννοια σου, εγώ, μωρή, δε σ' αφήνω, δε σ' απαρατάω· &εσκί ντος ντουσμάν ολφάς!...& Παληός φίλος, οχτρός δε γένεται.

Κάθε κρότος Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει... Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει, Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη. Με μιας αστράφτει και βροντά.

Αμ γιατί; παρακαλώ, Ρώτησα, και γέλασα, Κουτζόγλωσον με θέλεις, Και μου το παραγγέλεις; Ή γιατί περιγελώ, Τα πολύ παράξενα, Τα λέγω παρρησία Μ' ελευτεροστομία. Φανερά κατηγορώ Όπιον με αδίκησε, Και τα παράπονά μου Δεν κρύβω στην καρδιά μου. Μην επάντεχες θαρρώ, Πως γιατί φλυάρησες Και οπίσω μου κι' ομπρός μου Εγίνηκες οχτρός μου, Και θα σε ξεδικηθώ; Μη, μη το φαντάζεσαι.

ΦΙΝΤΗΣ Και ποιος μ' εξασφαλίζει εμένα, ανάμεσα σε τόσους άγριους. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Η παρουσία σας εκεί, θα είναι ο μεγαλύτερος φύλακας και διαφεντευτής σας. Αν όμως δε θελήσετε ναρθήτε, η τέτοια περιφρόνηση σας προς αυτούς, θα σταθή ο μεγαλύτερος σας οχτρός. ΦΙΝΤΗΣ Έλα δω. Αύριο, μόλις ξημερώσει περνάς από δω με τους εργοδηγούς και τους κουβεντιάζω εγώ.

Χάρηκε του Λαέρτη ο γιος με το καλό σημάδι που φάνηκε, και στη θεά δεήθηκε έτσι κι' είπε «Άκου με, κόρη αμάλαγη του Δία, εσύ που πάντα μου παραστέκεις στα δεινά, και σαν κινώ η ματιά σου 280 με βλέπει, ω πλήθια αγάπα με, καλή θεά, και τώρα, και κάνε να γυρίσουμε στα πλοία δοξασμένοι, μεγάλα κατορθώνοντας που ο οχτρός ναν τα θυμάται

Είμαστε σέμπροι κάτου στο λόγγο, στο πέλαο, βάνουμε καλαμπόκια το καλοκαίρι κι αδέ κει ρημάζουμε και το χειμώνα... — Έτσι, έ; Κι είπες ένα μήνα έχει άρρωστο το παιδί σου; — Κιό και πέρσυ χαροπάλαιψε το έρμο, παραδέ φέτο τόπιασαν βαρειά οι κάψες. Πέρσυ!... αχ!, κυρ γιατρέ, τι βάσανα που τραβήξαμε. Μήτε κι ο οχτρός σου! Έτσι και πέρσυ έπεσε και τρόμαξε να το πάρη απάνου του.

Εδώ σιμά μάς έπεσε στα χέρια κι' ένας άλλος οχτρός, που μας τον έστελναν κατάσκοπο απ' τους ΤρώεςΕίπε, και μ' όψη ολόγελη διαβαίνει το χαντάκι με τα φαριά· κι' οι άλλοι τους χαρούμενοι ακλουθούσαν 565 Και στου Διομήδη φτάνοντας τη στερεή καλύβα, δένουν τα ζώα στο παχνί με τα καλοκομένα λουριά, στ' αχούρι οπούστεκαν και τάλλα του Διομήδη γοργόποδα άτια κι' έτρωγαν καρδόγλυκο κριθάρι.