United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν, ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης του και ότε τον είχε καταλίπει.

Δεν ηξεύρεις ότι ο μέγας Απόστολος θα κηρύξη εκεί: — Απουσίαζον δύο ημέρας εκ της οικίας μου και διά τούτο δεν έλαβον επιστολήν, δεν ηξεύρω δε που είναι το Οστριανόν, διότι έφθασα προ ολίγου εκ Κορίνθου, όπου διευθύνω την χριστιανικήν κοινότητα.

Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το Οστριανόν. — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων. — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως. Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.

Ο Μακρίνος, όστις ήτο χριστιανός, επεβεβαίωσε τους λόγους του Χίλωνος, λέγων ότι ο Λίνος και ο Κλήμης, ο πρώτος των πρεσβυτέρων, είχον μεταβή εις το Οστριανόν, όπου ο Πέτρος έμελλε να βαπτίση πλήθος προσηλύτων. Οι Χριστιανοί της συνοικίας εγνώριζον ότι από δυο ημερών ο Λίνος είχεν εμπιστευθή την φύλαξιν της οικίας του εις κάποιον Γάιον.

Δεν έχομεν καιρόν διά να γείνη κρίσις και απόφασις, αδελφέ μου, απήντησεν ο Χίλων, διότι από το Οστριανόν ο προδότης θα υπάγη κατ' ευθείαν πλησίον του Καίσαρος εις το Άντιον, ή θα καταφύγη εις την οικίαν ενός πατρικίου, του οποίου διατελεί θεράπων.

Εις τας οδούς μία ασυνήθης κίνησις εδείκνυε την ταραχήν την επικρατούσαν την ώραν εκείνην. Προχωρούντες πλησίον του στρατοπέδου ήκουσαν βροντήν επευφημιών υπέρ του Γάλβα. Ο Νέρων ενόησε τέλος ότι η ώρα του ήτο εγγύς· Εκυριεύθη υπό τρόμον και τύψιν συνειδήσεως. Εύρον την Νομεντιανήν πύλην ημιανοικτήν. Περαιτέρω, υπερέβησαν το Οστριανόν, όπου είχε διδάξει και βαπτίσει ο Απόστολος.

Αυθέντα, είπε, διατί δεν θέλεις να πιστεύσης ότι τους αγαπώ; Και όμως αυτό είνε η αλήθεια. Επήγα εις το Οστριανόν, επειδή είμαι ήδη κατά το ήμισυ χριστιανός. — Και δεν ηξεύρεις πού κατέλυσεν ο Λίνος τας ημέρας ταύτας; — Αυθέντα, επανέλαβεν ο Χίλων, χωρίς εμέ δεν θα ανεύρισκες την κόρην. Εάν την επανεύρης δεν θα λησμονήσης ένα σοφόν πενόμενον!

Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν. — Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο Βινίκιος. Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.

Οι χριστιανοί προέλεγον από πολλού, ότι το πυρ θα κατέστρεφε την πόλιν ταύτην . . . Και ο Λίνος είνε εις το Οστριανόν μετά της θυγατρός του Διός . . . Οποία συμφορά έπληξε την πόλιν ταύτην!. . — Τους είδες; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Τους είδα, αυθέντα! . . . Δόξα εις τον Χριστόν και εις όλους τους θεούς, εάν ηδυνήθην να ανταμείψω τας ευεργεσίας σου με μίαν καλήν είδησιν.

— Ο Ούρσος, άνθρωπος απλοϊκός, όστις ήξευρεν ότι ο Έλλην είχε συνοδεύση τον Βινίκιον εις το Οστριανόν και είχεν εισδύσει μετά του Κρότωνος εις την οικίαν όπου κατώκει η Λίγεια, τον διέκοψεν αμέσως: — Γέρον, μη ψεύδεσαι. Σήμερον ακόμη ήσο μετά του Βινικίου εις το Οστριανόν και μάλιστα εις την θύραν μας.