United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι τριάκοντα της προικός του χιλιάδες.

Τότε ο Κύρος οργισθείς διά την αυθάδειαν του ποταμού, τον ηπείλησεν ότι τόσον ασθενή ήθελε τον καταστήσει, ώστε εις το εξής και αυταί αι γυναίκες να τον διαβαίνωσιν ευκόλως χωρίς να βρέχωσι τα γόνατα.

Έδωκε λοιπόν εις αυτούς ο Σόλων τα δευτερεία της ευδαιμονίας, ο δε Κροίσος οργισθείς τω είπεν· «Ω ξένε Αθηναίε, σοι φαίνεται λοιπόν τόσον μικρόν πράγμα η ευδαιμονία μου ώστε δεν την αντισταθμίζεις ούτε με των ιδιωτών ανθρώπωνΤότε ο Σόλων επανέλαβεν· «Ω Κροίσε, ερωτάς περί των ανθρωπίνων πραγμάτων άνθρωπον όστις ηξεύρει ότι η θεότης είναι φθονερά και αρέσκεται να συνταράσσει τα πάντα.

Κάποιος Κυνικός είχεν αναβή εις πέτραν και κατηγόρει τον άνθύπατον διά τούτο και τον απεκάλει κίναιδον, και ο ανθύπατος οργισθείς ήτο έτοιμος να διατάξη να τον μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή να τον εξορίση. Ο δε Δημώναξ παρατυχών παρεκάλεσε τον ανθύπατον να τον συγχωρήση, καθότι ήτο συνήθεια και κανών των Κυνικών να μεταχειρίζωνται θρασείαν γλώσσαν.

Τόσον οπού μίαν νύκτα ο γέρων οργισθείς πλέον αφορήτωςείχε του θυμού το πάθος ο γέρων βαρύτατονβλέπων τον υιόν του να χάνεται και την σκούναν του, την μαύρην με το άσπρο μπούρδο, να μουσκλιάζη εις το λιμάνι, ως παληο-κουρίτα, σηπομένη εν τω τέλματι, εξεκρέμασε το γιαταγάνι του, με μίαν χρυσωμένην λαβήν και με κόκκιναις φούνταις, οπού ήτο κρεμασμένον από πάνω από το κρεββάτι του, γιαταγάνι της επαναστάσεως, κλέφτικο γιαταγάνι, να το κόψη το παιδί του, θυσίαν εις την πατρικήν του απαίτησιν ωσάν ρωμαίος.

Μη μ' εμπαίζης, είπεν οργισθείς ο ξένος. Το βλέπεις αυτό; Και ήστραψεν εις το σκότος η λεπίς του εγχειριδίου. — Δεν σε είδα, αφέντη, είπε τρέμων ο Τρέκλας. Τώρα ήλθα. Φταίγω εγώ; εκοιμώμουν και δεν σε είδα. — Θα ομιλήσης σωστά; είπεν ο ξένος. Θα σε τρυπήσω τώρα μ' αυτό. — Ω, αφέντη, ξεύρω κεγώ; Διατί μ' ερωτάς; Τι θέλεις από εμέ; Δεν έχω χρήματα. — Δεν θέλω εγώ χρήματα. Μ' επήρες διά κλέπτην;

Οργισθείς διά τον υβριστικόν τρόπον με τον οποίον τον μετεχειρίσθησαν, συνέλαβε το σχέδιον να εκδικηθή κατ' εκείνων οίτινες τον είχον εξορίσει, και έπεμψε πρώτον εις την πόλιν Βουτώ διά να ερωτήση το μαντείον της Λητούς, το μάλλον αψευδές όλων των της Αιγύπτου.

Τότε ο Ζευς οργισθείς διά την αυθάδειάν των, αλλά και μη θέλων να εξαφανίση τελείως το ανθρώπινον γένος, απεφάσισε, διά να τους καταστήση ασθενεστέρους, να τους διαχωρίση εις δύο. Τοιουτοτρόπως κάθε άνθρωπος τόρα είνε μια τσέτουλα ανθρώπου κομμένου εις δύο· και επειδή τείνει να επανέλθη εις την αρχικήν του φύσιν την διπλήν, εγεννήθη ο Έρως.

Και ο Αμύντωρ ότι εκαταράσθη τον υιόν, του Φοίνικα οργισθείς, και τον Ιππόλυτον ο Θησεύς, και άλλοι άλλους απείρους, από τους οποίους έγινε σαφές ότι εισακούουν οι θεοί τους γονείς εναντίον των τέκνων. Διότι έχει δύναμιν η κατάρα των γονέων εναντίον των τέκνων όσον ουδεμία άλλη εναντίον άλλου, και πολύ δικαίως.

Αλλ' ότε απέθανεν η Βεάτη, ο ατυχής Χόμο δεν είχε πλέον τινά, όστις να τω ρίπτη έν κόκκαλον. Προέβλεπε δε ότι έμελλε να έχη κακά γηρατεία. Οργισθείς λοιπόν υπερέβη τα σύνορα και ηυτομόλησε προς τον Θευδάν, αρχαίον γνώριμόν του, όστις τον εγηροκόμησεν εξαιρέτως.