United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξάγει εκ του θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το άλλο, και το τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος τακτοποιεί επιμελώς το περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά.

Ο Σοφοκλής ήτο ευθυμότερος του συνήθους. — Βλέπεις εκεί κάτωμου λέγει, ενώ ερρόφα την δευτέραν του μπίραντο σπιτάκι εκείνο, στα δένδρα μέσα; Εκεί ήμουν χθες κ' εσυμφωνούσα με την οικοκυρά να μου το νοικιάση για το καλοκαίρι· τι έχει να γείνη εκεί μέσα, θα μάθης και θα ιδής τι πράγμα είν' ο Σοφοκλής, γιατί η τύχη δεν θέλησε ακόμα να τον γνωρίσης.

Ήτο άλλως η μόνη οικοκυρά του μέρους, διότι αφού ο χώρος είχε μείνει από ετών έρημος ανθρώπων, επόμενον ήτο να ευρεθή μία καντίνα να λάβη κατοχήν. Η παράδοσις έλεγεν, ότι το πάλαι, ότε είχον οικήσει Τούρκοι εν τη νήσω, ο χώρος ούτος και πολλά κύκλω οικόπεδα ανήκον εις ένα Αράπην, όστις έτρεφεν ουκ ολίγας γυναίκας, και το κατάλυμα τούτο ήτο ακριβώς το χαρέμι του.

Άμα επάτησε τον πόδα μέσα, και άρχισε να φέρεται ως οικοκυρά. Εις το φως του κανδηλίου, του καίοντος εμπρός εις έν παλαιόν εικόνισμα, τρίπτυχον, φέρον τον Χριστόν εν τω μέσω, και διαφόρους αγίους εις τας δύο πτέρυγας, επήγε κατ' ευθείαν εις την εστίαν, σιμά εις την στρωμνήν της λεχούς, επί του δαπέδου, εδοκίμασε την φωτιάν, και είδεν ότι ήτο μισοσβυσμένη.

Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν.

Το τέκνον του ο Κώστας, όστις είχε μεγαλώσει και ήτο ήδη έφηβος, ήτο το μόνον στόλισμα της μητρός, η μόνη του πατρός βακτηρία. Έν μόνον παράπονον είχεν ο καπετάν-Γιάννης. Η Διαμαντηρείζενα, αν και εξόχως καλή οικοκυρά, ήτον, ως είπομεν, εις άκρον λεπτολόγος όσον αφορά την καθαριότητα της οικίας της.

Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη εκ του &Σαραντανοννού&, ήτοι νοννά με σαράντα βαπτιστικούς. Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει.

Τα λουτρά, ο κήπος, η οικοκυρά, και πλην αυτών η ωραιοτέρα βάρκα της Σύρου, ανήκον τότε εις τον άνθρωπον εκείνον, του οποίου μόνον το όνομα δεν ηδυνάμην να ενθυμηθώ. Επί τέλους όμως κατώρθωσα να ανεύρω και τούτο· — Ο Αργύρης Ζώμας! ανέκραξα τρίβων τους οφθαλμούς μου. — Όλος-όλος, απεκρίθη ο δυστυχής σπογγίζων τους ιδικούς του. — Και πώς κατήντησες εδώ;

Ήτο προ πάντων καλή οικοκυρά, φημισμένη καθ' όλην την περιφέρειαν εκείνην των βλάχων και εις αυτά τα πέριξ χωρία. Μετ' ολίγον ετελείωσε το άμελγμα των προβάτων και οι βοσκοί έφερον πλησίον της πυράς μεγάλους λέβητας και καρδάρας πλήρεις γάλακτος, επαφρίζοντος και ψοφούντος, ως ο αφρός σόδας.

Μπρούλια τρίγκο. — Μάϊνα κόντρα! Μάϊνα φλέσι! — Μάϊνα γάμπιαις! — Μάϊνα φλόκια! Αι διαταγαί του πλοιάρχου αλλεπάλληλοι αντηχούσαν εν τω κυανώ του Ελλησπόντου όρμω. Ο δρόμος ανακόπτεται και η σκούνα πλήττουσα τα κύματα, ως καλή οικοκυρά εισέρχεται εις τον θάλαμόν της ν' αναπαυθή μετά τόσον κοπιώδη πλουν. — Πόντισον!