Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025
Και αν θέλει ρώτημα, τι είναι καλλίτερο απ' τα δυο, η ζωή γιά η ν έ κ ρ α, ας βρεθεί κανείς να πει πως καλλίτερα έχει τη νέκρα, την αρχαιόπρεπη, κι ας έρθει εδώ μπροστά μου να το μολογήσει ― να τον ονομάσω ευτύς κ' ήσυχα ― ήσυχα «Ψ ο φ ί μ ι! ». Να πώς το γλωσσικό ζήτημα δεν είναι ξερά ξερά γλωσσικό ζήτημα, παρά είναι κοινωνικό ζήτημα.
Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.
— Τράβα το κουπί σου! του είπε ξερά ο καπετάνιος. Αυτός σιάριζε ολοένα, ως που βάλανε πλώρη κατά το «πλεούμενο». Με δυο κουπιές, το διπλαρώσανε. — Παναγιά μου! Τι είναι τούτο; Άνθρωπος;... φώναξε το παιδί. — Αμ' τι ήθελες νάναι; Σκυλόψαρο;.. έκανε ο καπετάνιος. Από τέτοια η θάλασσα, άλλο τίποτα, παιδί μου.
Όλα τα χρώματα σβύσανε τριγύρω τους, τα δένδρα πέσανε κάτω ξερά, τα λουλούδια μαραθήκανε και τα πουλιά βουβάθηκαν. Λίγη χλόη έμεινε κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Ήλιος φιλούσε ακόμα από ψηλά το αγκάλιασμά τους. Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται ο Ήλιος στην αγάπη μας; Τα μαλλιά της αγαπημένης μου λάμπουνε ευγενικώτερα και το στήθος της με ζεσταίνει πιο γλυκά απ' τον Ήλιο.
Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο, με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα, γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων και γυναικών με παλιά κοζοκιά και βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την απέραντη κάμαρα.
Χάμου μια χρυσοπλημμύρα, θάλεγες, μια χρυσοπλημμύρα ψηλά, μια χρυσοπλημμύρα γύρω στα βουνά τα φουντωμένα από δέντρα με χρυσοκόκκινα ξερά φύλλα. Χρυσάφι από ξερόφυλλα, χάμου, ολόγυρα, ψηλά, πέρα, πιο πέρα ακόμα, ως εκεί που έβλεπε το μάτι μέσ' απ' τις κουφάλες και τους κορμούς των πλατανιών.
Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.
Το νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα.
— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;
Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκηο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλη απ' το νου της την παντρειά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν