United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα; Οργιές και μπόγια Πάνε τα Γαλαρόκαμπα, το Κουρμολιάσα σιάδι. Ο Τσάρκος, η Κουρκούμπετα, η Γκάλτσα, η Τσάγια ο Μπάρρος. Δεν ξεχωρίζουν πούπετα. — Καιτο χωριό; — Νυχτέρι Θάχουν απόψε σπίτι μας. Του Τρίκκα τα πουρνάρια Κούτσουρα τετραπανωτά θα καίγουντη γωνιά μας, Και παραστιάς ολόγυρα, μέσ' αφ' τον πυρομάχο, Της γειτονιάς αραδιαστές θα κάθονται η κοπέλλες.

Σύρε να περιδρομιαστής κάτω στο μαγερειό, που ο χάρος μας τριγυρνάει και συ για την κοιλιά συλλογιέσαι. Κι ο καημένος ο Στεφανής! Κάτι σα να μυρίστηκα και γω στης Καλαματιανής το νυχτέρι. Αχ, και τι κόσμος! Πέτρα πάνω στην πέτρα κατακυλάνε τα πάθια του στο κεφάλι σου, και νου δε σου αφίνουνε να τον καλονοιώσης το χαλασμό που γίνεται ολοτρόγυρα. Τι κόσμος, τι κόσμος! Ταποταχύ πρωινή.

Είχε κουράγιο να ξημερωθή στο νυχτέρι. Η Ουρανίτσα κεντούσε μια ποδιά δίπλα του. Όλο κεντούσε και ξύλωνε. Ποτέ δεν έκανε τόσες στραβοβελονιές. — Αγάντα, Ουρανίτσα! Ζυγώσαμε στη Βενετία. Φανήκανε τα καμπαναριά της. Σε λίγο θα φουντάρωμε μες στα κανάλια. Πολιτεία μια φορά! Η Ουρανίτσα τα ήξερε απόξω τα χωρατά του γέρου.

Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Η Ζερβοπούλα η ώμορφη κι' αρχοντοθυγατέρα 'Στόν αργαλειό της ύφαινε κι' ανάρια ετραγουδούσε: —Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμμένοτο νυχτέρι, Διασίδι, μ' όντας σ' έγνεθα τον συχνωνειρευόμουν, Διασίδι, όντας σ' εδιάζομουν ήρθεν από τα ξένα, Διασίδι, όντας σ' ετύλιγατην εκκλησιά τον είδα, Διασίδι, όντας σ' εκόλναγα μώστειλεν αρραβώνα.

Τρέχα, ζωντοχήρα μου, από την πισόπορτα. Ας φύγουμε και μεις από το παράθυρο. Α δεν είτανε Σαβάτο βράδυ και ξημέρωμα Κεριακή, θα σ' έπαιρνα να πάμε και σε κανένα φτωχικό νυχτέρι, να κρυφοκαθίσουμε σε μιαν κώχη, και να καμαρώσουμε όλη τη γειτονιά.

Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.