United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέστρεψε το αίματα μάγουλα σου; — δεν αργούν να κατακκοκινίσουν. 'Σ το μοναστήρι πήγαινε· κ' εγώ απ' άλλον δρόμον εκεί πηγαίνω, επειδή θα ενταμώσω κάποιον, που θα μου δώση μυστικά σχοινιά, διά ν' αναίβη εις την φωληάν ενός πουλιού ο αγαπητικός σου όταν νυκτώση. — Πήγαινε. — 'Πάγω κ' εγώ να φάγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! με την ώραν την καλήν, χρυσή μου παραμάνα. Το κελλίον του Λαυρεντίου.

Αντί ν' απαντήση έσφυξε τους γρόνθους του ψιθυρίζων «Ανάθεμα εις την πολιτικήν». Καθώς όλοι οι κακότυχοι, είχε κ' εκείνος μεγάλην όρεξιν να μου διηγηθή την θλιβεράν του ιστορίαν. Αλλ' είχεν ήδη νυκτώση, ο καιρός ήτον άσχημος και εκατοίκουν μακράν.

— Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων. — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν. Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.

Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος μου τα χείλη σου! Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται ούτω.

Αν και είχε νυκτώση από αμνημονεύτου χρόνου και πάντες εκοιμώντο περί ημάς, η ώρα ήτο μόλις ογδόη. Άλλαι λοιπόν εννέα εχώριζον ημάς ακόμη από του ηλίου της επιούσης, και ούτε ύπνου υπήρχεν ελπίς ούτε ήτο η ανάγνωσις δυνατή εκ της ανεπαρκείας του φωτισμού.

Ας περιμείνω μέχρις ου νυκτώση, και τότε κρυφίως εισχωρών μέχρι της καλύβης του τον ευρίσκω, αναγνωρίζομαι και επικαλούμαι την σύμπραξίν του. Αλλ' έως τότε; Ο ήλιος είχε κρυφθή όπισθεν του βουνού, αλλ' από του διαυγούς ουρανού αντενακλάτο άφθονον το φως της δείλης.

Οι νικηταί τους κατεδίωξαν μέχρι τινός, επειδή δε επλησίαζε να νυκτώση επέστρεψαν διά τα ναυάγια και τα περισσότερα συνέλεξαν• ανέσυραν δε και τα δικά των, διότι και δικαί των νήσοι εβυθίσθησαν όχι ολιγώτεραι των ογδοήκοντα. Ανήγειραν και τρόπαιον της νησομαχίας μίαν των εχθρικών νήσων, την οποίαν εκάρφωσαν επί της κεφαλής του κήτους.

Εις εκείνην την αυλήν ήτον εμποδισμένον με θάνατον όποιος ήθελε σταθή αργά εις το περιβόλι του παλατίου εις το οποίον, αφού και οι άνδρες ετραβιόνταν πριν νυκτώση, έβγαιναν οι γυναίκες του παλατίου, και εσεργιάνιζαν διά μερικές ώρες. Και μίαν ημέραν όντας εις τον κήπο μόνος μου, και στοχαζόμενος τα περασμένα μου συμβεβηκότα, επέρασεν η διωρισμένη ώρα που έπρεπε να τραβηχτώ, χωρίς να καταλάβω.

Αλλά τι άλλο τον βλέπετε να κάνη όλοι οι κατοικούντες εις το σπήτι; Άμα νυκτώση, είπεν ο Ευκράτης, ο Πέλιχος κατεβαίνει από το βάθρον του και περιφέρεται εις το σπήτι, τον συναντούν δε όλοι και ενίοτε τον ακούουν να τραγουδή, αλλά δεν επείραξε ποτέ κανένα• πρέπει μόνον οποίος τον συναντά να παραμερίζη, αυτός δε περνά χωρίς να ενοχλήση τον συναντώμενον.

Ω! πώς τρέμω τώρα και ριγώ έως εις τα βάθη των κοκκάλων ... τέτοια ώρα μόνος μου κι' εγώ σκέπτομαι και γράφω άλλ' άντ' άλλων. Μα κι' η Νύκτα έχει τα καλά της, κι' αυτή κρύβει θέλγητρα γλυκά μας πλανούν τα τόσα όνειρά της, και κρεββάτια στρώνει νυμφικά. Πόσοι να νυκτώση καρτερούν, να μεθύσουν μ' έρωτος φιλιά! πόσαις νύφαις τώρα σπαρταρούν σε γαμβρών δροσάτη αγκαλιά!