United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 «δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσωτην πατρίδα, να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; ότ' είναι ακόματην ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• «και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».

ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο; ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι.

Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΟΡΑΤΙΟΣ Αυτοί, 'πού με ζητούσαν, τίνες είναι; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Ναύταις, Κύριε, — λέγουν ότι γράμματα σού φέρνουν. Ασπασμούς από κανένα μέρος δεν περιμένω, ειμή του Πρίγκιπος Αμλέτου. Εισέρχονται ΝΑΥΤΑΙΣ Α’ ΝΑΥΤΗΣ Κύριε, ο Θεός να σε πολυχρονίση. ΟΡΑΤΙΟΣ Και σε ομοίως. Α’ ΝΑΥΤΗΣ Θα με πολυχρονίση, Κύριε, αν το θέλη.

ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα; ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;

Οι ναύταις όλοι κερωμένοι από τον φόβο, κρατούσαν ακόμα τα παταράτσα, εν ώ τα πανιά όλα είχανε φαγωθή. Ο καπετάν-Φώκας, ολοένα έκλαιε. Γυναίκα! Γυναικούλα μου! Τότες κάποιος ναύτης φωνάζει: — Ανάθεμα σε Παπα-Δράκο! Και όλοι επαναλαμβάνουν·Ανάθεμά σε Παπα-Δράκο! Τότες θυμήθηκε και φωνάζει ο καπετάνιος: — Ίσα τον Αράπη! — Καρδιά παιδιά. Συνοδεύω κ' εγώ. Ίσα τον Αράπη!

Ώστε σου έγεινε ο Παπαδράκος, ο γυιος της Παπά-δράκαινας, μάννα για τον Αράπη! 'Σ τα ύστερα όμως εκατάλαβαν την ατυχία του, σαν να ήτανε καταραμένος, και δεν τον ετσουρμάριζαν. — Δεν είμαι για τον Αράπη! έλεγαν οι καπετανέοι, όταν τους παρακαλούσε κλαίοντας να τον γράψουντα χαρτιά. Κι' οι ναύταις πάλιν έλεγαν εις τους καπετανέους. — Βάρδα από τον Παπαδράκο!

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Γράμματ' απ' τον Αμλέτον, Κύριέ μου· τούτο διά την Μεγαλειότητά σου και το άλλο διά την Βασίλισσαν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Απ' τον Αμλέτον! ποίος τα 'φερε; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ναύταις, καθώς μου 'παν, Κύριέ μου· αλλ' εγώ δεν τους είδα· ο Κλαύδιος τα 'χει λάβη από τον κομιστήν και τα δωκεεμένα. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Λαέρτη, θα τ' ακούσης. — Μόνους άφησέ μας. Μάθε ότι είμαι βγαλμένος γυμνός εις το βασίλειό σου.

Εκείνος είναι ένας άξιος θεός και βαστάει ένα ουράνιο πιοτό. Θα γονατίσω μπροστά του. ΣΤΕΦΑΝ. Πώς εγλύτωσες; πώς ήρθες εδώ; ορκίσου απάνου σε τούτο το φλασκί, πώς ήρθες εδώ. Εγώ εγλύτωσ' απάνου σ' ένα βουτσί κρασί της Ισπανίας, ριμμένο στο πέλαο από τους ναύταις, μα τούτο το φλασκί· εγώ ο ίδιος τώκαμ' από δένδρου φλούδα, με τούτα μου τα χέρια, αφού το ρεύμα μ' έσυρε στη στερηά.

Ίσα τον Αράπη ξαναφωνάζω, έτσιτα ψέματα για να δώσω καρδιάτους ναύταις. Μα ποιος άλλος μπορούσε να 'πάγητην πλώρη; Το κύμα θα τον ερροφούσεν όσο να πης τρία. Έτυχε νάχωμετο τσούρμο τον Παπα-Δράκο, της Παπαδράκαινας τον γυιό. Μάννα για τον Αράπη. — Θεός σχωρέσ' τονε! Ο Παπα-Δράκος της Παπαδράκαινας ο γυιος ήτανε ένα παιδί όλο κεφάλι. Από μικρό έδειχνε.

Κ' ενώ κείνοι γευμάτιζαντο δώμα καθισμένοι, 'ς την πόλιν όλην γρήγορα μηνύτρα βγήκε η φήμη κ' έλεγε, θάνατος φρικτός πως ηύρε τους μνηστήραις. κ' έρχονταν όλοι ως τ' άκουσαν, ένας κατόπι τ' άλλου, 415 με πολλούς θρήνους έμπροσθετο δώμα του Οδυσσέα. τους νεκρούς βγάζαν κ' έθαπτε καθείς τον ιδικόν του· και αυτούς, οπ' ήσαν απ' αλλού, τους θέσαν εις τα πλοία, κ' οι ναύταιςτην πατρίδα του καθέναν επεράσαν. κατόπι προς την αγοράν περίλυποι εβαδίζαν· 420 και, άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, ο Ευπείθης εις το μέσο τους σηκώθη να ομιλήση· πόνος τον έσφαζε δριμύς του τέκνου του Αντινόου, 'που πρώτον εθανάτωσεν ο θείος Οδυσσέας· γι' αυτόν τότε δακρύζοντας ωμίλησέ τους κ' είπε· 425 «Μέγα κακό των Αχαιών εργάσθη, ω φίλοι, εκείνος· πολλούς και ανδρείους άλλοτε μες τα καράβια πήρε, και τα καράβι' αφάνισε και αφάνισε και κείνους· και τώρ' άμ' ήλθε φόνευσε τους πρώτους Κεφαλλήναις· ελάτε τώρ' ας τρέξουμε πριν φύγη αυτόςτην Πύλο, 430 ή 'ς την αγίαν Ήλιδα των Επειών την χώρα. ας πάμε, ειδέ μή θα 'χουμεν αιωνίαν καταισχύνη· ότι θα μας καταρασθούν κ' οι απόγονοι, αν ακούσουν 'που των παιδιών μας τους φονείς και των αυταδελφών μας εμείς δεν τιμωρήσαμεν· για με χάρι δεν έχει 435 όμοια ζωή· και προτιμώ να ευρώ τους πεθαμένους. πηγαίνουμε, μητην στερηά να βγουν προφθάσουν κείνοι».