United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου φαινότανε πως έτρεχα μέσα στο σκοτάδι για ναπαντήσω εκείνο που έμελλε να γίνη και παρακαλούσα μόνο ναργήση να γίνη, παρακαλούσα να τονέ βρω ζωντανόν ακόμα όταν φτάσω κ' έτσι να μπορούσε να κρεμαστή άλλη μια φορά από το λαιμό μου και νακούσω τη φωνή του. Κ' έτρεχε, έτρεχε το αμάξι με δαιμονική βία.

Είμουνα σε τόσο βαθμό απροετοίμαστος νακούσω εκείνα που είπε, ώστε μου φάνηκε σα να διηγήθηκε ένα ανησυχαστικό όνειρο, που δεν μπορούσα να το μεταμορφώσω σε πραγματικότητα. Μα αιστανόμουνα κιόλα πως ενώ μου έδινε τον μεγαλήτερον πόνο, μου ξεσκέπαζε και τη μεγαλήτερη αγάπη, κ' ήθελα ναπλώσω προς αυτή τα χέρια για να μη μου αρπαχτή την ίδια στιγμή που έγινε ολότελα δική μου.

Ο τελευταίος δε εκδότης του Πλάτωνος, ο ημέτερος Σ. Μοραΐτης καταλέγει τα πειστικώτατα των επιχειρημάτων, εξ ων αποδεικνύεται ότι ο Ευθύδημος είναι βεβαίως ύστερος του Πρωταγόρου. Κρίτων. Ποιος ήτανε, Σωκράτη, εκείνος που εσυζητούσες μαζί του εχθές εις το Λύκειον; Επλησίασα γιατί ήθελα να σας ακούσω, μα ήταν τόσον πολύς συνωστισμός γύρω σας, που δεν ημπόρεσα νακούσω τίποτε καθαρά.

Στάσουάκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις; Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω! Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό.

Το λέγω όμως εσένα που είδες κόσμο, πως εκεί στο περιβόλι μου μέσα, τον ανακάλυψα. Από το πρωί ως το βράδυ σκαλίζω εκεί μέσα. Καιρό δε βρήκα ποτές να σταθώ και νακούσω τον Έξ' από δω, όταν ήρχουνταν και μου έψαλλε χίλιους σκοπούς στα χρόνια της νιότης μου. Λεφτέρη μου, αν είναι ένας ο Θεός, ένας είναι κι ο Παράδεισος, — η &δουλειά&. Δούλεψε, και θάμπης μέσα, δίχως να το νοιώσης πως ήμπες.

Άκου νακούσης τώρα, είπε πάλι ο Γιάννης ο Μελαχροινός. Όπου νάνε θαρχίση η παράσταση. Δεν απολείπει καθεμέρα. — Αμ! τι νακούσω, Καπετάν Γιάννη μου! τούκαμε ο Μιχαληός ο Μακαράς, παίρνοντας την ανάσσα του σαν να χασμουργιότανε και σαν ναναστέναζε μαζί.

Δε θέλω πια νακούσω μήτε τόνομά τουΈκλαψα, γιατί λέει πως είναι δυστυχισμένος, πως τον πήρε ο καημός, και φοβήθηκα μήπως εγώ φταίω, μήπως του έδωσα αφορμήκαι δεν ταιριάζει. Μα πώς είναι δυνατό να είμαι η αιτία, αφού μήτε τον κοίταξα μήτε του είπα ποτές μου δυο λόγια; Δε γίνεται να πεθάνη για μένα κι ούτε μπορώ να το πιστέψω. Να τα ξεχάσουμε αφτά, να τα ξεχάσης όπως και γω θα τα ξεχάσω.

Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!...

ΔΩΡ. Ναι• αυτά είχα, αυτά σου έφερνα. Αν ήμουν πλούσιος, δεν θα τραβούσα κουπί. Στη μητέρα μου δεν έφερα ποτέ ούτε ένα κεφάλι σκόρδο. Ήθελα νακούσω τώρα και τα δώρα που έλαβες από τον Βιθυνόν. ΜΥΡΤ. Πρώτα πρώτα αυτό το πουκαμισάκι• το βλέπεις; αυτός μου το αγόρασε, όπως και το περιδέραιον το πιο χονδρό από τα δύο που φορώ. ΔΩΡ. Αυτό θυμάμαι ότι το είχες και προτήτερα.

Ναι, μοιάζει ίσως περσότερο με την ήσυχη πίστη για το μέλλον, που ζει στην ψυχή αντρών, που μέσα τους δεν πεθαίνει ποτέ όλως διόλου ο νέος. Ζούσε και στη δική μου ψυχή σα νοσταλγία και περάσανε δεκάδες χρόνια όσο να μπορέσω νακούσω το μήνυμά της.