United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σ' είδος που δεν απεικάζω, Έχω δίκιο να θαυμάζω. Η ασίγητή σου γλώσσα, Πώς μπορεί να κόφτη τόσα, Και με τέτια γληγοράδα, Που ποτέ σχεδόν αράδα Σε κανέναν δεν αφίνει, Άντα βάνεται να κρίνη. Κι' όσο ομπρός αυτή πηγαίνει, Οχι μόνον αποσταίνει, Μόνε σα να σου τροχέται, Όσο πλιότερο κινιέται, Έχει πάντα νιόν αθέρα Να μη παύη ολημέρα, Προξενάει σωστήν αιτία Να μπουν όλοι σ' απορία.

Συγχρόνως ηκούσθησαν ψιθυρισμοί έξωθεν, ως να συνεννοούντο μεταξύ των οι πολιορκηταί. Κάτωθεν του μικρού πατώματος προς τον τοίχον ήχησεν αλλόκοτος, ασυνήθης κρότος. Η Σοφία έβαλε τον δάκτυλον στο στόμα και ακουσίως εγέλασε. — Την φτερωτή... Την φτερωτή σπάζουν· για να μπουν απ' τη μυλότρυπα. — Εκεί είνε διαβολότρυπα, είπεν ο γέρων Σταμάτης.

Μετά ερχόταν η Καλίνα, η τοκογλύφος, πλούσια κι εκείνη, αλλά με μυστηριώδη τρόπο. «Οι κλέφτες προσπάθησαν ν’ ανοίξουν πέρασμα στον τοίχο της. Άδικος κόπος∙ είναι στοιχειωμένος. Κι εκείνη γελούσε, σήμερα το πρωί, στην αυλή της και έλεγε ότι κι αν μπουν θα βρουν μόνο στάχτες και καρφιά, γιατί είναι φτωχή σαν το Χριστό.

Και σκότωσε τον Άξυλο ο τολμηρός Διομήδης, του Τέφτρου γιο, που κάθουνταν στην ομορφοχτισμένη Αρίσβα, κι' είχε βιος πολύ και φίλους τους αθρώπους, τι φίλεβε όλους έχοντας στη στράτα απάνου σπίτι. 15 Μα πούταν τότε αφτοί μπροστά να μπουν και να προλάβουν τη συφορά, μον και των διο τους έφαγε το μάτι, κι' εκείνου και του παραγιού Καλήσου, που τα γέμια του βάσταε τότες.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα μπουν στην αγορά και κοντά στου Αρμοδίου τον μεγάλον ανδριάντα θα τραβάμε κλήρους πάντα, και καθένας θα μαθαίνη σε ποιό γράμμα θα δειπνήση με χαρά του να πηγαίνη. Οποιοι πέσουνε στο Βήτα, στη στοά των βασιλέων θα δειπνούνε• και στο Θήτα όσοι πέσουν, στο Θησείον και όσοι πέσουνε στο Κάππα, στη στοά των Αλευράδων. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για να χαύτουνε; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Σου τάπα, μα τον Δία• για να τρώνε!

Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.

Έβλεπε, κ' εχαμογελούσε ειρωνικά τάχα μου, με τους χαζούς τους χωριανούς του. — Πφ! τι λες εκεί! — αφτός από τέτια!.. Όξω από το καφενεδάκι πάλι κόσμος και κοσμάκης. Όλα τα κοπελούδια του χωριού κι όλα τα παλιοπαίδια, που δεν είχαν δεκάρες να μπουν. Έπιαναν τις κλεισμένες πόρτες, να ιδούν από καμιά τρυπούλα. Έπιαναν και τα παράθυρα να ιδούν από τα τζάμια τα κλεισμένα απόξω.

Ένας από τους αγωγιάτες πήγε κοντά 'ςτα πράμματα για να μη πηδήσουν δώθε από το ρέμμα και μπουν μέσα 'ςτα καλαμπόκια και κάμουν ζημιά. Τα λίγα χωράφια των Παλιοχωρίτων, χωρισμένα με ξερολίθι και βασταγμένα με τοίχους απάνου 'ςτες κατωφέριες και 'ςτους βράχους, ήταν σπαρμένα με καλαμπόκια.

Ως που τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν, Και τότες οι χοροί χαλνούν, σκορπάν οι δουλευτάδες. Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι' αποσταμένοι γέρνουν. Κ' εκεί που σβύνονται η φωτιές έρμες ανάρια ανάρια, Το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει, Ως που να σκάση ο αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι, Πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμμένον τρύγο.