United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τ' αφεντικό του τον αγάπησε πολύ και για τη δουλειά και για το χαραχτήρα του τον τίμιο. Ήταν πολύ συμπαθητικό παλληκάρι, τόσο, που και η μοναχοκόρη του μάστορη, μια πολύ όμορφη κοπέλλα τον εσυμπάθησε πολύ, τουλάχιστο έδιχνε πως τον συμπαθούσε.

Και ως αλλοφρονούσα προσέθετε: — Νά! εδώ μέσατην καρδιά μου έχω βαθειά μια ελπίδα. Ο Χριστός μας δεν θα μας αφήση όλο παραπονεμένους. Ήδη από του ημιανοίκτου παραθύρου ήρχοντο οι μανιακοί γρυλλισμοί των σφαζομένων χοίρων. Η κόρη της συμπτυχθείσα ως κουβάριον εις την γωνίαν δεν ωμίλει. Έκλαιεν υπό την μαύρην μανδήλαν της, η ορφανή μοναχοκόρη, λευκή και απαλή ως το χλωρόν τυρίον.

Ομοίως, κ' «ένα πινάκι χωράφι», έν αγριοχώραφον, το οποίον αμφεσβήτει ο γείτονας ως ιδικόν του· οι δε άλλοι γείτονες έλεγον ότι και τα δύο χωράφια, διά τα οποία εμάλωναν οι δύο, ήσαν καταπατημένα, και ήσαν «καλογερικά», ανήκοντα εις μίαν διαλυθείσαν Μονήν. Τοιαύτην προίκα έδωκεν ο γέρο-Σταθαρός εις την θυγατέρα του. Άλλως αύτη ήτο μοναχοκόρη.

Η Ανθούλα ήτο χαϊδευμένη μοναχοκόρη. Φαντάζεσθε πόσας ετοιμασίας έκαμαν οι γονείς της διά να υποδεχθούν τας φίλας της. Το μεγάλο αρχοντικό της σπίτι ευρίσκετο εις το παραθαλάσσιον· ο κήπος οπίσω ήτο απέραντος. Εις το ευρύχωρον δώμα επάνω εις την θάλασσαν είχε στρωθή το τραπέζι με όλων των ειδών τα οπωρικά και τα γλυκίσματα.

Τότε, σαν ήρθε το κακό, χολεριάσθηκα κ' εγώ. Είχα γεννήσει ολίγους μήνες μπροστά τη μοναχοκόρη, την Κατήγκω μου, αυτή που βλέπεις. Σαν μ' έπιασαν οι εμετοί και τα άλλα συμπτώματα, Θεός να φυλάημακρυά από σας — ο Λευθέρης, αυτός που βλέπεις, μ' απαράτησε κ' έγεινε άφαντος. Πέρασαν πολλές ώρες και δεν εφάνη. Ο αδερφός μου ο Θύμιος, κι' αυτός, ούτε θέλησε να με ζυγώση.

Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή. Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά. Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός.

Για νάχη κι αυτός συμπεθεριό με το Βασιλέα καθώς ο Στηλίχωνας είχε με τον Ονώριο, στοχάστηκε να δώση τη μοναχοκόρη του στον Αρκάδιο. Ένα σκαλοπάτι τότες, κι ανέβαινε κι ο ίδιος το θρόνο.

Μοναχοκόρη κι αρχοντοπούλα μικρορφανεμένη από μητέρα, το καμάρι κ' η χαρά του γέροντά της, άκακη κι απονήρευτη σαν τ' ανοιξάτικο πουλάκι, αγνή σαν χριστογεννιάτικο χιόνι, είχε γνωρίση τον κόσμο που ξαπλόνουνταν άγνωστος και με μυθική ομορφιά πέρα απ' τα βουνά του χωριού της, μονάχα απ' τα βιβλία που διάβαζε στην ερημιά της.