United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η χειρ μου τότε σκούντησε ένα σπασμένο και μαυρισμένο ποτήρι και αιφνιδίως ολόκληρος η τρομερά αλήθεια έλαμψε προ των οφθαλμών μου. Λ ί γ ε ι α . . . «Και στο βάθος ευρίσκεται η θέλησις, η οποία ουδέποτε πεθαίνει.

Λίγα πράγματα όμως έχω να εξιστορήσω.» «Εξιστόρησε αυτά τα λίγα…» «Ωραία, ναι, θα σας πω…» Η Νοέμι έστρωνε σιωπηλή το τραπέζι. Να, το ίδιο κάνιστρο μαυρισμένο από τον καιρό, λειασμένο από τη χρήση∙ να το ίδιο ψωμί και το ίδιο προσφάγι. Ο Έφις έτρωγε κι εξιστορούσε, με λόγια μπερδεμένα, που τα σκέπαζε το δειλό ψέμα.

Νομίζεις ότι είναι σιδερένιο επειδή είναι μαυρισμένο, εάν όμως το καθαρίσεις βλέπεις ότι είναι χρυσό. Το χρυσάφι είναι πάντα χρυσάφι.....»

Αποφάσισαν λοιπόν να λουστή, προτού ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη μάθουν τι έγινε. Κι αφού ο Δάφνης πήγε μαζί με τη Χλόη στη σπηλιά των Νυμφών, της έδωκε και το ρούχο του και το ταγάρι να τα φυλάη κι' αυτός στεκάμενος εμπρός στην πηγή έπλενε τα μαλλιά κι όλο το σώμα του. Κ' ήτανε τα μαλλιά του μαύρα και πολλά και το κορμί του μαυρισμένο από τον ήλιο.

Από κει φαίνεται ψηλότερα έν' άλλο τζαμί, μεγάλο, μαυρισμένο από την πολυκαιρία και ραγισμένο από τους σεισμούς, κλειστό και με γυαλιά και παράθυρα σπασμένα. Παλαιά σπίτια, σχεδόν ακατοίκητα, παλαιοί δρόμοι, πεσμένοι τοίχοι, ερημιά και ανωμαλία, τέτοιο είναι το μέρος εκείνο.

Ένας ψηλός ανθυπολοχαγός του πεζικού, με το χρυσό του κορδονάκι μαυρισμένο στο καπέλλο, την πρασινισμένη στολή του, τη σακαράκα του, το στριμμένο του μουστάκι, και την πολλή του περηφάνεια. Ο ηγούμενος, οι καλόγεροι όλοι, ζύγωσαν, τον χαιρέτησαν, και του είπαν την κλεψιά.